Ψυχές και Σώματα

Souls and Bodies

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Κεφ. 3: Οι Ερινύες του Χρόνου

Επέστρεψα στο Άαχεν συνειδητοποιώντας ότι σε κάποια στιγμή το προηγούμενο βράδυ έκανα ένα μεγάλο άλμα, διέσχισα έναν γκρεμό αφήνοντας πίσω μου μια άβυσσο. Κοιμήθηκα έναν ανήσυχο ύπνο, ονειρεύτηκα έναν απροσδιόριστο αγώνα και όταν ξύπνησα το πρωί ένωσα μια κυριαρχία ανάμικτων αισθημάτων μέσα μου. Το βράδυ μου φαινόταν εξωπραγματικό, σαν εφιάλτης, ένα βίωμα ψεύτικο και εφιαλτικό, νόμιζα ότι μόνο στο όνειρο μου ένιωσα ότι είχα νιώσει και έζησα ότι είχα ζήσει.

Σηκώθηκα βαρύς, κουρασμένος και αφού έκανα τα καθιερωμένα στο μπάνιο κάθισα στην κουζίνα μ’ ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ. Ξαφνιάστηκα σε μια στιγμή ανακαλύπτοντας τον εαυτό μου να τρέχει νοερά στα παλιά, βυθισμένος σε κάθε λεπτομέρεια όλης εκείνης της ανάμνησης. Πάγωσα στην ανάμνηση, ίδρωσα όλο μου το παρελθόν, πίστεψα ότι το είχα πια ξεπεράσει, ήταν τόσα χρόνια πριν, και οι πληγές έκαναν πολύ καιρό να επουλωθούν για να είμαι σε θέση να θυμάμαι. Φώναξα ένα ξαφνικό όχι στον εαυτό μου, τρομοκρατημένος, φοβισμένος με μια έλξη προς τον τρόμο, όχι ξανά η ίδια ιστορία. Και το ήξερα ότι δεν θα το άντεχα. Ήταν όμως πια αργά. Πρόλαβα και το θυμήθηκα και να έκανα πως έδιωχνα τη θύμηση θα 'ταν ακόμα μεγαλύτερο λάθος. Τότε είχα συνειδητοποιήσει ότι είχε φτάσει η δική μου στιγμή για να αντιμετωπίσω τελειωτικά την έκρηξη της ζωής μου που σιγόβραζε τόσα χρόνια μέσα μου και την παραγνώριζα με την δειλία μου.

Ηρέμησα για λίγο και προσπάθησα να σκεφτώ λογικά. Ήμουν υπερβολικός και το κατάλαβα σχεδόν αμέσως. Όλα αυτά που σκέφτηκα ότι θα ζούσα τάχα ήδη ζήσει μέσα στα τόσα χρόνια της μελαγχολίας και την σύγχυσης, της δειλίας, καθώς απέφευγα να αντιμετωπίσω αλήθειες κατάματα, και η αντιμετώπιση κάθε αλήθειας ήταν οδυνηρή και αργή. Πραγματικά τα 'ζησα, και αλήθεια ήρθα σε ειρήνη με τον εαυτό μου, άδω και πολύ καιρό, ο Λίνος και η αρρώστια του ήταν απλά η αφορμή για να το συνειδητοποιήσω. Ήταν απλά η αφορμή για να αντιλήφθη μια και καλά ότι η ζωή είναι πολύ, μα πολύ σύντομη για την ζήσω σε μελαγχολία, σε κατάθλιψη, σε υπαρξιακό άγχος, σε φόβο, σε απομόνωση, κι’ όλα αυτά με δείλια μη με προδώσω, μην προδώσω τα αισθήματα μου, σάμπως ήταν αμαρτία ο τρόπος που ένιωθα και η ψυχή μου αμαρτωλή, έπρεπε με τούτη τη λογική να κατάπνιγα τούτη την κάρδια που νιώθει έτσι, να της παύσω την ύπαρξη της γιατί όλος ο κόσμος έτσι πρόσταζε. Έτσι κάπως έκανε κι’ ο Λίνος, κι η άγνοια που ξεπήδησε από τον φόβο τον οδηγούσε τώρα αργά και σταθερά προς τον τάφο του, τούτο ήταν η συνέπεια του φόβου του.

Ανάτρεξα πίσω στο τέλος της εφηβείας μου. Το καλοκαίρι του ‘χ4 ήταν σταθμός μεταβατικός και συνάμα σημαδιακός στην ζωή μου. Ήταν το καλοκαίρι που έπρεπε αναγκαστικά να αποχαιρετίσω την ανέμελη μου μαθητική και αθλητική ζωή και να μπω μάλλον απότομα και βίαια στην πρωτόγνωρη στρατιωτική θητεία, μια γεύση από την μετέπειτα αληθινή ζωή. Ήταν η εποχή που άφηνα για πρώτη ουσιαστικά φορά την μάνα μου, το σπίτι μου με την θαλπωρή του, την άνεση μου και την ιδιωτική μου ζωή και με έβλεπα εγκαταλειμμένο σε μια κοιλάδα από άγριους και βαρβάρους, ένιωθα σαν θήραμα έτοιμο για σφαγή. Θυμάμαι είχα δυσκολευτεί να προσαρμοστώ και παράλληλα ένιωθα και βίωνα πράγματα και καταστάσεις, συναισθήματα και σκέψεις, για τα οποία είχα πλήρη άγνοια. Άρχισα και συνειδητοποιούσα σιγά αλλά σταθερά πόσο ψεύτικος ήταν ο κόσμος μέσα στον όποιο μεγάλωσα, πόσο παραμυθένιος και αγνός ήταν εκείνος ο κόσμος που τον έβλεπα απλά σαν μοναδικό χωρίς κρυμμένες πλευρές και διφορούμενα νοήματα.

H συνειδητοποίηση τούτη ήταν σκληρή, και καθώς περνούσε ο χρόνος, όπως και να περνούσε, ο ρυθμός ήταν αργός, τόσο αργός που νόμιζα καμιά φορά ότι ο χρόνος σταμάτησε σε 'κείνο το βουνό που ήμουν καταδικασμένος να ζήσω δυο ολόκληρους αιώνες.
Εκείνος ο καιρός ήταν για μένα από τους πιο σκληρούς στην ζωή μου, αυτό το θυμάμαι καλά. Ένιωθα ότι υπήρχα ανάμεσα σε μια άβυσσο και μια αμφιβολία. Μεταξύ απορίας και προβληματισμού. Δεν είχα προσδιορίσει τους λόγους της αμφιβολίας, τα αίτια 'κείνου του αφόρητου μετεωρισμού που κυριαρχούσε τον συναισθηματικό μου κόσμο και που μου ήταν αδύνατον να χαλιναγωγήσω. Τώρα, τόσα χρόνια μετά μπορώ και εξηγώ όλες εκείνες τις αιτίες του ψυχικού λαβύρινθου που βίωνα στο κάθε μέρα 'κείνης της εποχής. Ήταν η απότομη ενηλικίωση με μιαν απάνθρωπη μέθοδο και ξαφνική, πολύ απότομη, βίαιη, η μετατροπή του πρίγκιπα σε σκλάβο δεν μπορεί παρά να 'ναι τόσο ανώμαλη όσο η κοινωνική ομάδα που την επιβάλλει. Απορούσα για τόσα πράγματα και δεν είχα την ικανότητα να τα εκφράσω γιατί δεν είχα την εμπειρία που θα μου πρόσφερε την έκφραση, ήταν κάτι σαν ένστικτο, βίωνα την ύπαρξη γεγονότων μα δεν μπορούσα να τα περιγράψω, τα ένιωθα και τα βίωνα, ήμουν ανήμπορος όμως να τα αντιμετωπίσω κατάφατσα και να τα αποκρούσω. Νόμιζα ότι ζούσα στο γήρας της ζωής μου και έβλεπα ένα απροσδιόριστο τέλος να πλησιάζει, νόμιζα ότι ήταν το τέλος, η λύτρωση. Ποθούσα κείνη την αόριστη λύτρωση που την μετεμψύχωσα σε ένα σαρκικό τέλος βλέποντας την έτσι σαν την απελευθέρωση της ψυχής και της ζωής μου, το διαβατήριο για την αλλιώτικη, την ουσιαστική ζωή.

Η αμφισβήτηση που βίωνα κάθε μέρα, το αίσθημα του μηδενισμού που επιβαλλόταν με το έτσι θέλω, η καθημερινή αντιμετώπιση του συναισθηματικού συμπλέγματος στους γύρω μου, όλες εκείνες οι καταπιεσμένες προσωπικότητες, η καταπιεσμένη παιδική ηλικία, τα τραυματισμένα όνειρα, η ανύπαρκτη, ίσως καταπιεσμένη ή ίσως καταπατημένη σεξουαλικότητα, όλα τούτα φώναζαν στο πρόσωπο της αρρωστημένης εξουσίας, έβρισκαν την δική τους έκφραση στους ατομικούς τους φορείς και τούτοι με τη σειρά τους εξιλέωναν τούτα όλα στην αγνή αθωότητα των λίγων. Ήταν ένας αντικατοπτρισμός μιας εγκαθιδρυμένης κοινωνίας, και ένα πρωίμιο αυτής.
Ήταν μια πορεία προς τη τρέλα, ο καθένας βίωνε συμπτώματα παράνοιας, συμπτώματα επιβίωσης, τα ερωτηματικά πολλά, καμία όμως λύση που να δικαίωνε την αμφιβολία, που συνεχιζόταν μέρα με τη μέρα πιο έντονη και πιο καταστροφική για την ισορροπία.

Ήταν μια Κυριακή του Φεβράρη. Έβρεχε, έβρεχε φοβερά, είχα καιρό να δω βροχή να ρίχνεται με τέτοιο πάθος, τέτοια παθιασμένη δύναμη. Μια ξέφρενη βροχή που ανυπομονούσε να διαλυθεί στη γη, σε κείνη την ταλαίπωρη γη. Ο ουρανός κείνη την μέρα ήταν το μίσος, όλη η βάρβαρη, εφιαλτική ζωή. Ήταν τρομακτικό, έβλεπα μιαν άβυσσο να ανοίγει και να με πνίγει, και μαζί μου καταπνιγόταν με την βροχή το μίσος τ’ ουρανού όπως χάθηκε η χαρά του πρωινού ξυπνήματος με κείνη την βιβλική νεροποντή. Ήταν ακόμα μια Κυριακή μες το στρατόπεδο, κι ακόμα ήμουν χαμένος μέσα στον ειρμό των σκέψεων μου, χωρίς αρχή και τέλος, τίποτε συγκεκριμένο, τίποτε προσδιορισμένο, μονό σύγχυση κυρίαρχη, θολή, βουβή, καταπιεστική, ήμουν απέναντι μου ένας άγνωστος χωρίς σκοπό.

Τις σκέψεις μου τις ταξινόμησε η συζήτηση που είχα με έναν καλό μου φίλο, τότε τουλάχιστον, τον Γιώργο. Ο Γιώργος είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια με έντονα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, με έντονο φανατισμό και εκούσια τύφλωση προς τα έξω, γιατί έτσι εξυπηρετούνταν τα οικογενειακά και μη ενδιαφέροντα. Όμως η τύφλωση και η ηθελημένη άγνοια για την έξω πραγματικότητα πρόσφεραν στον Γιώργο, που τότε κρατούσε ακόμη προσχήματα αγνότητας, μια σταθερότητα στην αντιμετώπιση σκληρών συνθηκών και μια στωική υπομονή. Ήταν ένας θέση διανοούμενος και τον ρόλο αυτό τον κρατεί μέχρι σήμερα με τα δόντια, γιατί έτσι βλέπει την πραγματοποίηση της πορείας του από την επαρχία ανοδικά προς την υψηλή κοινωνία των διανοουμένων, χαρακτηριστικό καθαρά μικροαστικό της προσπάθειας για κοινωνική αναγνώριση.

Γίναμε όμως τότε εξ αναγκασμού πολύ καλοί φίλοι, και ενώ αναρωτιόμουν το γιατί συνέλαβα τον εαυτό μου να αγαπά πραγματικά και αγνά τον Γιώργο, γιατί μέσα στην απελπισία μου με έκανε να πιστέψω ότι είχα έναν φίλο. Αυτό δεν το ξέχασα ποτέ και όταν μέχρι σήμερα τον θυμάμαι, δακρύζω από συγκίνηση, γιατί στάθηκε ένας άνθρωπος απέναντι μου, ένα ανθρώπινο στήριγμα στις στιγμές που άγγιζα τα όρια της παράνοιας. Με έκανε να συνειδητοποιήσω το περιβάλλον του εξαναγκασμού που ζούσαμε, την ψεύτικη την ανθρωπιά, την απατηλή ανθρώπινη παρουσία. Με βοήθησε να αντιλήφθη πόσο αδύνατο είναι να έχουμε όλοι τις ίδιες αξίες, τις ίδιες σκέψεις, την ιδία ωριμότητα και εσωτερικό κόσμο. Την άνοδο της δικής μας στάθμης μονό να καθυστερήσουμε μπορούσαμε, να την υποβιβάσουμε όμως δεν γινόταν, δεν μπορούσαν οι άλλοι να μας επιβάλλουν την ουσιαστική υποβάθμιση, δεν είχαν τα προσόντα. Ήταν σε κλίμακα όπως ένα εργαστηριακό πείραμα, η δικτατορία επιβάλλεται προσωρινά, δεν μπορεί όμως να υποσκάψει τις υγιείς σπίθες που αναπτύσσονται σε φωτιές ελευθερίας γιατί δεν έχει την ουσία να σβήσει τέτοιες σπίθες. Ο Γιώργος με βοήθησε και για αυτό τον αγάπησα. Εξαφανίστηκε αργότερα από την ζωή μου και ενώ προσπαθήσαμε κάποιες φόρες να αναβιώσουμε τα παλιά αντιλήφτηκα ότι ζούσε πια σε μια άλλη σφαίρα, και ήθελε οπωσδήποτε να ξεχάσει την παλιά. Απορροφήθηκε στην Αμερική μεταξύ σπουδών και καριέρας, τι ακριβώς δεν ξέρω, δημιούργησε οικογένεια, έκοψε σαν πατριώτης κάθε δεσμό με την πατρίδα του αφού πήρε απ’ αυτήν ότι μπορούσε, η προσφορά του σαν στρατιώτης ήταν ελαχίστη σε σύγκριση με αυτά που πηρέ σαν πολίτης, και έμεινε στην χώρα του ονείρου για να βρει την δική του αλήθεια.

Τούτη η ψυχολογική κατάσταση μου συνεχίστηκε για μήνες με τα σκαμπανεβάσματα της. Ήμουν σαν ένα μπαλάκι που πηγαινοερχόταν. Ο Απρίλης είναι ο σκληρότερος μήνας του χρόνου είπε στην εποχή του ο Έλιοτ. Είχα φτάσει σε κείνο το επίπεδο για να μπορώ να τον καταλάβω. Ήταν ένα πρωινό του Μόρτη. Το θεσπέσιο θέαμα του ξημερώματος ήταν κάτι που το μυαλό μου δεν μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει. Εκείνη η συμφωνική αρμονία χρωμάτων, ο αρμονικός συνδυασμός των χρωμάτων με την ζωή είναι δόγμα, είναι θρησκεία. Να γιατί η γενεσιουργός αιτία των πάντων πρέπει νάνε θεϊκή. Κάθε πρωί βλέπω μιαν αναγέννηση, μιαν ανάσταση από το χάος, το σκότος της προηγούμενης νύκτας. Κάθε πρωί είναι ξέσπασμα ζωής. Η ψυχή μου όμως παρέμενε στο σκότος της νύκτας. Μέσα στο κύκνειο άσμα του Μάρτη. Ο κλοιός είχε αρχίσει να γίνεται ασφυκτικός. Κάθε μέρα και πιο στενός. Δεν ήξερα πια αν ήταν φυσιολογικό η όχι. Η ανασφάλεια και το άγχος επανήλθαν δριμύτερα, πιο δυνατά, και το συναίσθημα ήταν αφορητο. Ενιωθα ξανά χαμένος. Δεν ήξερα που να γυρίσω, που να απλώσω το χέρι για βοήθεια, σε ποιον. Δεν έβλεπα άλλη λύση, πίστευα δεν μου απέμενε άλλος χρόνος, η χώρος. Ποιος θα γύριζε να με ακούσει, άγνωστο. Μάλλον κανένας. Απαίσιο πράγμα να 'σαι μόνος.

Είχαν ήδη περάσει δέκα μήνες από την μέρα της κατάταξης μου και γύρω στα μέσα της Άνοιξης άρχισα να ανασυγκροτούμαι και να αναθεωρώ όλες τις απαισιόδοξες σκέψεις και προβληματισμούς που ζούσα τόσο καιρό πριν. Και ενώ στράφηκα προς το Θεό και τον ικέτευα να με βοηθήσει να μην ζήσω ξανά τέτοια εμπειρία, ανακάλυψα ότι αμφισβητούσα με σθένος την ύπαρξη και την ισχύ του, απλά και μονό γιατί χρειαζόμουν μια χειροπιαστή βοήθεια και όχι την κλασσική διέξοδο απελπισίας που βρίσκει ο καθένας. Είχα την τάση να εκλογικεύω τα πάντα, ακόμα και σήμερα σε δύσκολες στιγμές, χρειαζόμουν μια λογική εξήγηση για τα συμβάντα, δεν με ικανοποιούσε η μοιρολατρία, για να λατρέψω το θειο έπρεπε να αγαπήσω πρώτα το ανθρώπινο, μέσα στον άνθρωπο βρίσκεται ο Θεός, κι αν αυτό που ζούσα στην καθημερινή μου ζωή ήταν ο άνθρωπος σε όλο του το μεγαλείο, τότε δεν είχα την ικανότητα να λατρέψω το Θεό, έπρεπε να πάω να ζω για να μην γνωρίσω άλλη εξαθλίωση της ανθρώπινης φύσης.

Ξεκινώντας από την σκέψη ότι η κάθε ηλικία έχει προδιαγραμμένο ένα λογικό, προσδιορισμένο όριο εμπειριών και συναισθημάτων πίστεψα ότι είχα ξεπεράσει το δικό μου κατά πολύ, και άρχισα να βιώνω μιαν ανασυγκρότηση που ενισχύθηκε με την είσοδο του καλοκαιριού που μετάβαλε την ψυχολογική μου διάθεση και που με έκανε απατηλά να πιστέψω ότι καταστάλαξα ισορροπημένος σε κάποια μακροπρόθεσμα συμπεράσματα. Ένιωσα δυνατός, γεμάτος αυτοπεποίθηση, εκείνο το επαναστατικό συναίσθημα της αυτοπεποίθησης χωρίς δικαιολογία προς κανέναν και χωρίς αίτια. Ένιωσα απλά όμορφα γι αυτό που ήμουν και δυνατά. Ήταν χαρά κείνο που ζούσα μέσα μου, χαρά πρωτόγνωρη μετά από τόσους μήνες σκοτεινής κατάθλιψης και αυτοκαταστροφικού μαρασμού. Πρωτόγνωρη ήταν η εμπειρία του συμπεράσματος που βγήκε μέσα από τα ψυχικά μου βιώματα, ότι η ζωή δεν αξίζει δεκάρα μέχρι να μπορέσεις να φωνάξεις δυνατά και πειστικά είμαι αυτός που είμαι. Όμορφο συμπέρασμα, ενδυναμωτικό μετά που υπήρξα έρμαιο μιας σαπισμένης κατάστασης όταν έχασα στιγμιαία την ισορροπία μου. Συνειδητοποίησα πόσο σκληρός ήταν ο κόσμος όταν καραδοκεί να σε αφανίσει την υστάτη στιγμή της αδυναμίας.

Όμορφο ήταν να ήμουν ξανά ο εαυτός μου και να στέκομαι ξανά στα πόδια μου όπως κείνες τις στιγμές που νιώθει κάποιος μέσα του ότι τον πλημμυρίζει η απροσδιόριστη και άπλετη αγάπη. Ήταν όλα τούτα όμορφα ακόμα και μες την πίκρα της υποταγής και της υποβάθμισης, ωραία να νιώθεις επαναστάτης όταν ο κόσμος είναι μονό εσύ.
Ήταν ήδη Απρίλης και βάδιζα ανοδικά. Έπρεπε να βρω μια ελπίδα μέσα στην μονοτονία της μελαγχολίας. Είχα την ικανότητα να βρίσκω ελπίδα από το αόριστο, όταν χρειαζόμουν πραγματικά την ζωογόνο αίσθηση της ελπίδας.
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,