Ψυχές και Σώματα

Souls and Bodies

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

Με βασάνιζε συνέχεια μια μόνο σκέψη, μια περιέργεια ακαταμάχητη. Όλα ήταν τόσο φανερά, μα δεν ήξερα ακόμα με λόγια αν ήταν ζευγάρι με τον Λίνο. Το ήξερα, αλλά όχι απ’ τα δικά του λόγια, όλα το φανέρωναν μα όχι αυτός. Ένιωθα ένοχος γιατί είχα αυτό το ερωματικό, δεν ήταν απορία ουσίας, ήταν μάλλον αρρωστημένη, μικροαστική περιέργεια, καμία ουσία, τίποτε δεν θα άλλαζε την κατάσταση του τέλους. Ήθελα όμως να μάθω. Όπως μιλούσαμε για το Άαχεν, άρχισα λοιπόν επιτηδευμένα να ρώτα έμμεσα, για στοιχεία με φύση ομοφυλοφιλικού έρωτα, να διευκρινίσω κατά πόσο είχε σχέση με τέτοια στοιχεία, με τέτοια ζωή.

Περιέργεια που θα μου έλυνε την απορία, θα έβρισκα ησυχία, ήθελα να ξέρω στα σίγουρα, γιατί έλπιζα ότι ο Ρουντη θα γινόταν η αποβάθρα στην οποία θ’ άραζα τις δικές μου ανησυχίες, το δικό μου ταξίδι, γινόμουν ιδιοτελής, μα έλπιζα ότι θα τον έκανα να μ’ ερωτευτεί για να βρει ανακούφιση από την τρικυμία του, δεν ήθελα τον έρωτα του, το μόνο που επιθυμούσα ήταν η προσοχή του, ήθελα κάποιον, και βρήκα αυτόν μέσα στην τραγωδία του, να του αναθέσω τον ρολό εκείνου που θα μ’ έβγαζε μέσα από το σκοτάδι μου. Αντιμετώπιζα τον εαυτό μου με έκπληξη, γιατί δεν έπρεπε να είχε σημασία που βρισκόμουν εγώ, σημασία είχε τι μπορούσα να προσφέρω για ν’ απαλύνω τον πόνο του, κι’ όμως οι σκέψεις μου ήταν ανάμικτες, δεν μπορούσα να ξεχάσω ούτε για μια στιγμή τον λαβύρινθο μέσα στον όποιο ζούσα για χρόνια, δεν μπορούσα να παραβλέψω το δράμα των φίλων μου, τον έβλεπα σαν ελπίδα, και ήταν συνάμα η έκφραση της απελπισίας.

Ζήτησα να μάθω αν είχε δει το Μωρις, ένα κινηματογραφικό έργο αγγλικής παράγωγης, όμορφο, με θέμα τον απαγορευμένο ερώτα στην πουριτανική κοινωνία της Αγγλίας στις αρχές του αιώνα μας. Φοβήθηκα για την ερώτηση που έκανα, περισσότερο για να μην αποκαλύψω τον δικό μου εαυτό, κρύβοντας τον ήταν σαν βρισκόμουν σε μια υπεροχή, είναι πιο εύκολο να σαι άνθρωπος όταν δεν έχεις τον ίδιο ρόλο με τον ετοιμοθάνατο, και ξαφνικά η αθώα μου φύση ξαναβγήκε στην επιφάνεια, δεν ήθελα τούτη η ερώτηση να χε υπόβαθρο, να χε σκοπό, ήταν μ’ ένα παράξενο τρόπο αυθόρμητη, ξαφνική, ένιωσα ένοχος για την ιδιοτέλεια της αρχικής μου σκέψης, για το αρχικό κίνητρο.

Πριν αντιδράσει, συνέχισα τον μονόλογο μου, προσπαθώντας να εξηγήσω μάλλον στον εαυτό μου γιατί βρισκόμουν εκεί εκείνο το βραδύ. Κι η αλήθεια ήταν ότι δεν ήμουν εκεί από περιέργεια, δεν πήγα να μάθω κάτι που δεν ήξερα, κίνητρο μου ήταν καθαρά ένα πηγαίο ενδιαφέρον, μια πηγαία τάση να προσφέρω όση δύναμη είχα, όση ανθρωπιά μπορούσα, ένιωθα παράξενα για όλα τούτα που γεννήθηκαν στην ψυχή μου, απορούσα με τον εαυτό μου, σε όλα τούτα δεν υπήρχε λογική κι’ υπολογισμός, ένιωθα απλά ένα έμφυτο πρέπει, μια έμφυτη υποχρέωση και ανάγκη να βρίσκομαι εκεί δίπλα του έστω σαν ξένος, μονό σαν ξένος μπορούσα να 'μαι εκεί, και να βγάλω ότι είχα μέσα μου, όποια δύναμη, όποιο αίσθημα, όποια ανθρωπιά και να την δώσω στους φίλους μου, αν μπορούσα στον επίλογο της δυστυχίας τους να τους μεταδώσω έστω και μια στιγμή ανακούφισης.

Ήταν παράξενα όλα τούτα, καμιά εξήγηση για τούτο το πρωτόγνωρο συναίσθημα, ήμουν όμως κάτω από το πέπλο του πόνου, ευτυχισμένος που βρήκα το θάρρος να το κάνω. Ήξερα ότι αν είχα εγώ τον ρολό του θ’ απορούσα, θα τον αντιμετώπιζα με σκεπτικισμό, και ξέροντας αυτό ντρεπόμουν, ήμουν όμως περήφανος που κατάφερα ν’ απομονώσω την ντροπή, σχεδόν να την σκοτώσω, και να εμφανιστώ εκεί, ξένος προς ξένο, δίνοντας ότι μπορούσα, ήθελα να δώσω, η πιο έντονη επιθυμία εκείνης της ώρας, της ζωής μου, η πιο έντονη σκέψη από κεινο το καλοκαίρι. Η διευκρίνιση μου σαν δικαιολογία, την αντιμετώπιζα όμως απλά σαν χρέος κι’ επνιξα τις αμφιβολίες του πριν και του μετά.

Δέχτηκε τούτο τον ρόλο, πραγματικά η όχι δεν ξέρω, η αποδοχή του όμως ήταν ζεστή Κόμπιασε λίγο, με κοίταξε διερευνητικά, απότρεψα το βλέμμα μου από πάνω του, κάθε φορά που με κοίταζε ένιωθα αυλος με την ψυχή μου και την σκέψη μου γυμνή μπροστά του, το βλέμμα του είχε κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω και δεν ήθελα να δω, φοβόμουν.

Είχε δει το Μωρις, αγάπησε το έργο όπως είχε αγαπήσει την δικια του ιστορία, όπως είχα αγαπήσει εγώ το παρελθόν μου, ζωή, αγάπη, ψυχή και σώμα μένουν αιώνια, αδιάφθορα απ’το χρόνο, απ’ την εξέλιξη, αυτά είναι πιο απλά κι’ ανθρωπινα ιδανικά. Ανακουφίστηκα απ’ την αντίδραση του, επιβεβαίωσα την δικια μου σκέψη. Του μίλησα για την χαρά μου όταν πριν λίγους μήνες στο Λονδίνο βρήκα τυχαία το βιβλίο, και πως το διάβασα, την επιθυμία και τον πόθο της ψυχής μου γραμμένα στο άψυχο χαρτί, μέσα σε μια νύκτα. Χαμογέλασε μα δεν είπε τίποτε. Θυμήθηκα ένα άλλο έργο που σημάδεψε την σκέψη μου, μια ιστορία που ήταν καταλύτης της πραγματικότητας, η άλλη πλευρά της νύκτας όταν κτυπά δώδεκα.

Το Longtime Companion, η πρώτη παράγωγη του Χόλυγουντ σ’ αυτό το θέμα, ταμιακή αποτυχία, μα ανθρώπινη ιστορία, ρεαλιστική, πιο ρεαλιστική απ’ όσο μπορούσε η συντηρητική κοινωνία της Αμερικής ν’ αντιμετωπίσει, ήταν μια αναπαράσταση της σκληρής, της απάνθρωπης πραγματικότητας, αποθανάτισε στο πανί την καταδίκη μιας τρελής, ξέφρενης ευτυχίας των λίγων, πολλοί την χαρακτήρισαν κατάρα πάνω στην απόκλιση από το καθορισμένο, το κατεστημένο ίσως, ήταν η έντονη συνειδητοποίηση της αλήθειας, του φθινόπωρου της ασυνήθιστης ζωής, της απόκλισης.

Το πρόσωπο του σκοτείνιασε. Αντέδρασε, και ήταν ικανοποιημένος που δεν το είδε γιατί η αλήθεια του ήταν πολύ κοντά στην ιστορία του έργου. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Είπα ότι υπάρχει πάντα το αύριο, ότι πρέπει να πιστέψει στο αύριο για να μπορέσει να προχωρήσει, έπρεπε να υπάρχει μια βάση αναφοράς.

- Ξέρεις περισσότερα, απ’ οσα θες να πεις.

Η αντίδραση του με ξάφνιασε. Έμεινα σιωπηλός, και με ύφος φυσιολογικά ανέκφραστο δέχτηκα καταφατικά την παρατήρηση κλείνοντας στιγμιαία τα μάτια μου. Ένιωθα μια ακατάσχετη ταχυπαλμία, δεν ήξερα πως αλλιώς ν’ αντιδρασω, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω.

- Δεν σε ρωτώ τίποτε, δεν έχω καμιά επιθυμία να μάθω κάτι για το οποίο δεν θέλεις να μιλήσεις.


Ήμουν εκεί γιατί τους θαύμαζα, τους ζήλευα, ήθελα να 'μουν σαν αυτούς, ήθελα ακόμη να ήμουν κι’ εγω ετοιμοθάνατος ήρωας, ήρωας μιας ανώτερης ζωής, μιας πικρής ρομαντικής, ερωτικής ιστορίας. Στα μάτια μου ήταν μια όμορφη φιλία, δεν τολμούσα να την δω διαφορετικά, ακόμα φοβόμουν την αλήθεια, ήταν ένα παράπονο για κάτι ανέφικτο στην δική μου ζωή.

Για μένα το θέμα της φιλίας ήταν και το ιερό, κάτι πολύτιμο για την ζωή μου, μια ανώτερη άξια. Κάπου την έζησα, κάπου πληγώθηκα απ' αυτήν, ένιωσα όμως την σημασία της ιδιαίτερης φιλίας, της ευαισθησίες της, τα μυστικά της, της ακράτητες ακρότητες της, είναι σημαντική για την ζωή, τόσο σημαντική που ρηματοποιείται, καταπατιέται, λίγοι κατανοούν την αξία της.

Σίγουρα καταλάβαινα περισσότερα απ’ οτι έλεγα, όμως δεν ρώτησα, τελικά για πρώτη φορά δεν είχα την περιέργεια να μάθω, ήταν αρκετό ότι μιλούσαμε για το ίδιο πράγμα, ότι τον ένιωθα και τον πονούσα. Κι’ εγω δάκρυσα, κι’ εγω πόνεσα, οι λεπτομέρειες δεν ήταν σημαντικές, σημαντικό είναι τι μένει μέσα στην ψυχή του καθενός και πως εκφράζεται. Ήταν πραγματικά παράξενο, όταν όμως ζούσα το δικό μου δράμα δεν είχα κανένα στο πλευρό μου, η βοήθεια ήρθε όταν οι πληγές έγιναν ανεπούλωτες και αιώνιες. Γι’ αυτό τον λόγο ήμουν εκεί εκείνη την στιγμή, ένιωθα ότι δεν έπρεπε να τον αφήσω χωρίς να ξέρει ότι έχει και τη δική μου συμπαράσταση, έστω κι’ αν ήταν ασήμαντη.

Απότομα έπεσε η σιωπή, η διέξοδος εκείνη τη στιγμή ήταν το τζιν, το καμπαρι, το τσιγάρο. Ένιωσα με ασυνήθιστο τρόπο υποκριτής, ένιωσα το χρέος ότι έπρεπε να σπάσω τη σιωπή μου και να βγάλω την αλήθεια στην επιφάνεια, είχε δικαίωμα να ξέρει με ποιον μιλά. Ακόμα πιο δύσκολη στιγμή, πόση δύναμη μπορεί να έχει μια στιγμή στην ψυχή της. Ήταν κρίμα να κρυβόμαστε πια πίσω απ' το δάκτυλο μας. Η παρουσία μου έπρεπε, και έτσι το 'θελα, να 'ναι θετική, δεν άντεχα το ψέμα. Του είπα επιτέλους ότι γνώριζα την αλήθεια του Λίνου, ότι γνώριζα την δικια του αλήθεια. Έμεινε έκπληκτος, άναυδος. Με ρώτησε αν ήξερα και για την ιδιαίτερη τους σχέση. Απάντησα καταφατικά. Η ένταση της συζήτησης ολοκληρώθηκε φέρνοντας μας σε μια χαλάρωση και μια διέξοδο που ήταν αναγκαία. Τα ποτήρια μας άδειασαν και σηκώθηκα να πάω προς το μπαρ για να πάρω καινούργια ενέργεια. Ο ρυθμός της καρδιάς μου ήταν ασύλληπτος, ένιωθα μέσα μου μια έκρηξη να φουντώνει, το μυαλό μου κάπου δεν άντεχε άλλο την πίεση της αλήθειας, την ένταση του ρόλου μου, ήταν απλά όλα υπερβολικά, ίσως ακόμα και η παρουσία μου εκεί. Ένιωσα μετέωρος στην σκέψη του αγνώστου που θ' ακολουθούσε.

Επέστρεψα στο ψηλό τραπέζι μας με τα ποτά στο χέρι μου, που έτρεμε ακόμα απ' την ένταση της βραδιάς, απ' την δύναμη της τραγωδίας που ξανοιγόταν ιστορικά μπροστά μου ολόγυμνη, απλή, όσο απλή μπορεί να 'ναι η ιστορικότητα μιας ψυχής κι' ενός κορμιού που θέλει να ζήσει. Βρισκόμουν σε μια σύγχυση, όλα μέσα στο μυαλό μου ήταν σκοτεινά, μηδενικά, όλα μετέωρα, χαμένα, όλα μια έρημος αμφιβολίας, άγχους, ανασφάλειας.
Τον κοίταζα ίσια στα μάτια, ανέκφραστος κι' αμίλητος, ένιωθα ότι ψηνόμουν στον πυρετό και το κοίταγμα μου χάθηκε στην ερωτική του μελαγχολία, στην άβυσσο κεινης της τραγικής του ηδονής, μοναδική έκφραση στα μάτια του εκείνη την στιγμή, και στο πρόσωπο του ένα χαμόγελο της χαλάρωσης, χαράκτης της ζωής του, ο τελευταίος κυβερνήτης. Χαμογέλασε κουρασμένα, ένα χαμόγελο της χαλάρωσης, της ανακούφισης, ήταν χαμόγελο της ανάμνησης, υποσυνείδητη εκφραστική αντίδραση τούτης της φθινοπωρινής συνειδητοποίησης.

Μετά η απορία του πως εγώ, ένας ξένος από το πουθενά, να γνωρίζω τόσο καλά μια κρυφή ζωή. Ήταν για μένα αυτονόητο, η πείρα της ψυχής μου φώναζε, οι σελίδες του παρελθόντος είχαν ακόμα ζωή, πολύ έντονη, δεν ήταν απλά εκφρασμένες στο άψυχο χαρτί του ξεχασμένου ημερολογίου. Συνέχισα όμως να κρατώ τον εαυτό μου απόρθητο, δεν κατάλαβε τίποτε κι' έδωσα την εξήγηση μου χαρακτηρισμένη με μια διαφορετική άποψη, υπήρχαν τόσα σημάδια από τα οποία κατέληγαν πειστικά συμπεράσματα που δε χρειαζόταν να προδώσω τις πληγές μου για μια απλή εξήγηση.

Η θύμηση μου ανάτρεξε πίσω στην πρώτη μέρα που τον είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Το σώμα του ήταν σιωπηλό, οι κινήσεις του στωικές, το πρόσωπο του, αξέχαστο κι ανεξίτηλο μέσα στο χρόνο, ανέκφραστο, όμως φώναζε ολόκληρος, όλο του το είναι ένα ουρλιαχτό, μια κραυγή πόνου, έκφραση οδύνης, στην αρχή της τελευταίας πράξης μιας από καιρού αρχινημένης τραγωδίας. Ήταν όλα εκείνα που είδα εγώ με τα μάτια της ψυχής μου, τούτα που μονό εγώ μπορούσα να δω, ήταν όλα εκείνα εκεί, υπαρκτά η ήθελα μονό εγώ να τα δω, τούτο ακόμα δεν το ήξερα, όλα μιλούσαν κι' ολα ήταν σιωπηλά και κεινη η σιωπή τα 'πε όλα την ψυχή μου. Η αγωνιώδης του ερώτηση αν ο κόσμος στην Λεμεσό το 'χε μάθει ήταν μια αναπόδεικτη επιβεβαίωση για τον φόβο ενός απόρθητου μυστικού. Ήταν η αιώνια μανά που 'βλεπε την αμαρτία της να φθίνει, ήταν όλα εκείνα που 'λεγαν την αλήθεια κι εγώ αρνιόμουν να την πιστέψω.

Περά απ' ολα τούτα όμως κυριαρχούσε στην μνήμη μου εκείνο το βλέμμα. Στο κρεβάτι του πόνου, όταν για μια στιγμή ηρεμίας απ' την κραιπάλη της οδύνης του κρατούσε ξεκουράζοντας του τα παράλυτα του πόδια, το βλέμμα με το όποιο τον κοίταζε ανέβλυζε μια θέρμη, ασύλληπτη για την ανθρωπινή λογική και φαντασία, και βουβή μάτια, η πιο μεγάλη έκφραση του δικού της πιστεύω, η πιο μεγάλη κραυγή του δικού της ερώτα, όταν ο έρωτας παίρνει διαστάσεις θεϊκές, ακατανόητες, όταν ο έρωτας είναι πηγαία δύναμη της ζωής, είναι η μοναδική ζωή που μπορεί να υπάρξει ανεξίτηλη μέσα στον χρόνο.
Με άκουγε με φανερό ενδιαφέρον, όχι τόσο γι' αυτα που έλεγα αλλά περήφανος για την κραυγαλέα αγάπη που μπόρεσε ακούσια να φέρει με έκφραση στο πρόσωπο του.

Με πήρε μαζί του πίσω στο χρόνο, χρόνια πριν όταν τον πρωτογνώρισε σ' ενα ύποπτο μπαράκι, με ύποπτο φωτισμό και ύποπτη ερωτική μουσική. Μια παρασκευή βραδύ, ένα συνηθισμένο βράδυ, μια κανονική έξοδος. Σκότωνε την ώρα του ανάμεσα στο αλκοόλ και το τσιγάρο, μέσα σε ανούσια συζήτηση και άσκοπη περιδιάβαση μέσα στο μπαρ. Σε μια στιγμή κοντοστάθηκε, παγωμένος κι' εκπληκτος, άναυδος. Η συγκίνηση του ήταν φανερή στο τρεμούλιασμα του χεριού του. Απέναντι στην ομίχλη του μπαρ, ανάμεσα σε κινούμενες σκιές κι' ένα χλωμό φως που δεν πρόδινε πολλά, κάτω από την ερωτική μουσική που προσπαθούσε να ξελογιάσει, έσβησε κάθε υλική διάσταση γύρω του, έχασε την αίσθηση της στιγμής και της αλήθειας αντικρίζοντας το άγαλμα του δικού του πόθου, ένιωσε ότι ήταν η έκφραση του ζητούμενου πόθου για κεινη την βραδιά. Έμεινε ακίνητος, δέκτης του μεσογειακού βλέμματος, βυθισμένο στο πράσινο, λουσμένο με ήλιο της μεσογείου, με την ντροπή του φόβου, με την ανασφάλεια και την αδυναμία να απομακρύνει το βλέμμα του από τον σκοπό του, το στόχαστρο από το θύμα. Κοντοστάθηκε λίγο και προχώρησε μηχανικά προς το μέρος του χωρίς να 'ναι πια σίγουρος για τίποτε, δεν ζητούσε πολλά, ήθελε να μάθει την φύση του αγάλματος, ήταν άγαλμα, ήταν άνθρωπος η Θεός, μονό αυτό ήθελε δει για να πιστέψει πια σ 'ένα θαύμα, για ν' αρχίσει ξανά να πιστεύει σ' έναν Θεό που θα 'ταν πια ο δικός του Θεός, η δική του θρησκεία. Έφτασε δειλά κοντά του, και τον ρώτησε φοβισμένα τ' ονομα του. Η ψυχή του έτρεμε, ήθελε να φύγει μα δε μπορούσε πια, φοβόταν αλλά δεν είχε την δύναμη ν' αντισταθεί σε τούτη την πρόκληση, σε τούτον τον μαγνήτη, τούτο το άγαλμα ήταν ο έρωτας σε σάρκα, ήθελε να πιστεύει ότι ήταν σάρκα κι' όχι η ψευδαίσθηση απ' το τζιν, η μέθη έφερνε την μοναξιά τόσου καιρού που έζησε, την απελπισία της μοναξιάς μέσα στο νυκτερινό κρεβάτι, την κούραση του ανήσυχου ύπνου από τούτη την μοναξιά και την απελπισία του περιστασιακού έρωτα ξανά στην επιφάνεια, σίγουρα αυτό που έβλεπε δεν ήταν αλήθεια.

Ο Λίνος του είπε δειλά τ' όνομα του και απομάκρυνε το βλέμμα του φοβισμένα, φοβόταν ν' αντιμετωπίσει τούτο το ζωντανό όνειρο μπροστά του, τούτη την γοητεία που ήρθε απαιτητικά να τον κατακτήσει, να του ταράξει την κρυμμένη του ζωή, την κρυμμένη ερωτική του κραυγή, μα η κραυγή των ματιών του, η κραυγή του κορμιού του ήταν πιο δυνατή απ' τον φόβο της ψυχής του, η διψά του πόθου του ήταν κραυγαλέα. Γνωρίστηκαν με μια απλή χειραψία, τα κορμιά τους χόρευαν πια στην φαντασία τους έναν άγριο χορό, έκαναν αγώνα σωτηρίας, ο ένας για την ψυχή του αλλού, ήταν η γένεση του Φοίνικα από την σταχτή, η έκρηξη μια καινούργιας εποχής, η ανάσταση.

Το όνειρο της αφήγησης το σταμάτησε ευγενικά ο μπάρμαν ρωτώντας μας για άλλα ποτά. Ήταν ήδη μεσάνυκτα και το αυτοκίνητο που θα μ' εφερνε πίσω στην πραγματικότητα θα ερχόταν σε λίγο. Η μοναδική μου επιθυμία ήταν να μείνω εκεί όλο το βραδύ, σ' ολα τα χρόνια που δεν έζησα μέσα στον παρελθόν να ζήσω όλη την ιστορία από κοντά όπως την έζησα σ' αυτες τις λίγες ώρες της ψευδαίσθησης.

Συνήρθα και κοίταξα τον Ρουντι μ' ενα χαμόγελο, είχε ξεχάσει ευτυχώς για λίγο το τώρα, είμαστε και οι δυο σε μια άλλη εποχή, και οι δυο ευτυχισμένοι, παρασυρμένοι με τον ερώτα μες' το μυαλό μας, ξεχνώντας το παρόν και το μέλλον.

Αποχαιρετιστήκαμε θερμά, είχαμε αποκτήσει ο ένας τον άλλο, δεν το 'χαμε ανάγκη, ο καθένας είχε του φίλους του, μα ξαφνικά αντιληφτήκαμε ότι έπρεπε να προλάβουμε τα χρόνια που χάσαμε μέσα στη αγνοία της ύπαρξης μας, ότι είμαστε σημαντικοί ο ένας για τον άλλο, δεν προδίδαμε τους φίλους μας, τούτο ήταν κάτι διαφορετικό, ήταν έρωτας αληθινός και έντονος, είχαμε να δώσουμε πολλά ο ένας στον άλλο, ανάγκες των ψύχων μας κι' όχι του κορμιού, δεν θέλαμε σώματα κατακτητές, διψούσαμε γι' ανοικτές λεωφόρους και μεγάλη ταχύτητα, δεν θέλαμε ιδρώτα του κορμιού μα την ικανοποίηση της ψυχής μας μέσα από την αναθεώρηση της ζωής μας, χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο για να στηρίξουμε ελπίδες που χάνονταν.

Τον άφησα μ' ενα σφίξιμο μέσα μου κι' ενα κρυφό δάκρυ που έγινε αργότερα λυγμός της δυστυχίας που ανέδυε σιγά και σταθερά. Σε λίγες μέρες έφευγε ξανά για την Κύπρο και δεν ήξερα ποτέ θα τον ξανάβλεπα, προπάντων όμως κάτω από ποιες συνθήκες, φοβόμουν να το σκεφτώ, γιατί ενδόμυχα περίμενα αυτό που κάνεις μας δεν τόλμησε να εκφράσει με συγκεκριμένες λέξεις. Ένιωσα ικανοποίηση γιατί κατάφερα να τον παρασύρω σε όμορφες στιγμές κερδίζοντας ακόμα ένα φίλο στην ζωή μου και παράλληλα φόβο, άγχος, μετεωρισμό της ύπαρξης μου, διαισθανόμουν ότι παράλληλα άρχιζε κι' ένας δικός μου αγώνας απ' την αρχή, ποιος, ήταν ακόμη νωρίς να συνειδητοποιήσω, φοβόμουν όμως χωρίς εξήγηση.

Περπάτησα λίγο μόνος στους δρόμους της Κολωνίας μέχρι που συνάντησα την Μαρίνα και τους φίλους μου σε μια καφετέρια να με περιμένουν. Ένιωσα ανακούφιση και απογοήτευση, χρειαζόμουν όμως τη δική μου πραγματικότητα και χρόνο να επεξεργαστώ όλα αυτά που έζησα τούτο το βράδυ σαν κινηματογραφική ταινία, ένιωθα το σώμα μου εξαντλημένο από την ένταση της βραδείας, χρειαζόμουν ένα τσιγάρο και αλκοόλ, χρειαζόμουν ήλιο και θάλασσα, χρειαζόμουν την μαμά μου, ήθελα να ξαναγίνω παιδί και να φύγω από τούτη την βρώμικη ζωή και τις αλήθειες της, έψαχνα για μια αγνότητα που δεν υπάρχει πια στη ζωή μου, ήθελα τον αδελφό μου και την δύναμη του, ήθελα να κλάψω γοερά για όλα που δεν έζησα και όλα που χάνονται, να μετανιώσω για όλα τα λάθη μου, να ξαναζήσω την ζωή μου από την αρχή και διαφορετικά.

Ανακουφίστηκα όταν είδα την Μαρίνα και τους φίλους μου, άρχισα να φωνάζω και να γελώ από χαρά και ενθουσιασμό κι' ολοι πίστεψαν ότι ήμουν μεθυσμένος. Τους άφησα μ' αυτη την εντύπωση κι' ετσι έκανα το βραδύ μας ενδιαφέρον κι' ευχαριστο, ξεχνώντας για λίγο την αρχή της καινούργιας εποχής στην ζωή μου κι' αφηνοντας τους άλλους να ζουν την δική τους διάσταση.
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

Έφτασα στην Κολωνία όταν είχε πια βραδιάσει, όταν η μεγαλούπολη άρχισε την συνέχεια της ζωής της στην σκοτεινή διάσταση κάτω από το λαμπερό ηλεκτρικό φως του ψέματος. Κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο, στα κόκκινα φανάρια του δρόμου, το κρύο με είχε διαπεράσει αμέσως. Διασταύρωσα τον δρόμο βιαστικά και με γοργό βήμα και φόβο προχώρησα, εξερευνώντας το πίσω μέρος του σταθμού όπου βρισκόμουν, προσπαθώντας να βρω την είσοδο, το κατάστημα με τ’ άνθη που θα τον συναντούσα, για να με πάρει χέρι χέρι στον ξένο κόσμο, τον άγνωστο, στο ιδανικό και στον θάνατο.

Συνέχισα τον δρόμο μου φοβισμένος, πολύ αναστατωμένος. Σαν άπειρος, αντιμέτωπος πρώτη φορά με κάτι εξωπραγματικό, κάτι αναληθές, προχώρησα στην είσοδο του σταθμού. Πήγαινα ν’ αντιμετωπίσω μιαν αλήθεια του κόσμου τούτου, πραγματικότητα και καθημερινότητα, μα συνάμα πήγαινα να βρω την αλήθεια μου, και βαθειά μέσα μου τούτο τοξερα, ότι πήγαινα να κοιτάξω σ’ έναν καθρέφτη που χρόνια τώρα τον είχα σκεπάσει με την σκόνη και την ομίχλη του μυαλού μου, τον είχα εξουδετερώσει με έναν άνισο αγώνα, αγώνα με την θλίψη και την μοναξιά, ποια απ’ τις δυο θα νικήσει δεν ήξερα μέχρι τότε, έβλεπα όμως τον καθρέφτη από κεινο το βραδύ σιγά σιγά να καθαρίζει, και να αντανακλά φως, ένα αμυδρό μα έντονο φως, στην άκρη του γκρεμού που είχα αράξει για να ζήσω.

Αμέσως τον κατάλαβα. Στεκόταν κι’ ατένιζε κουρασμένα τον διάδρομο προς τις πλατφόρμες του σταθμού, έχοντας ολοκληρωτικά ξεχάσει ότι θ’ ερχόμουν με αυτοκίνητο. Οι σταθμοί πάντα με συγκινούσαν, μου κρατούσαν συντροφιά στην φαντασία μου, στην ανάμνηση μου, ήταν πηγή πικρών αποχαιρετισμών, πικρών, ακράτητων δακρύων, διαβατήριο προς την μοναξιά μου, αναχώρηση από πρόσωπα αγαπημένα, από ανθρώπινη ζεστασιά, από σημεία αναφοράς. Μα ήταν συνάμα και ανάμνηση από κάποιο ταξίδι, απόδραση από την μοναξιά, έστω και παροδική, απόδραση σε εικόνες εξωτικές, σε εικόνες ζωντανές, ένιωθα ότι πέθαινα στο κάθε μέρα του Άαχεν, και κάθε ταξίδι ήταν ζωή, σαν ζωή, σύντομο και ψεύτικο.

Σφύριξα σιγά, σχεδόν ψιθυριστά σαν σινιάλο, κι’ αμέσως γύρισε προς το μέρος μου. Δεν ήξερα το ένιωθα την στιγμή εκείνη που τον αντίκρισα. Τώρα ξέρω, μου έγινε πια ξεκάθαρο, τότε όμως βρισκόμουν συγχυσμένος σε μια διάσταση που δεν ήταν προσδιορισμένη, τίποτα δεν μπορούσα να ορίσω με σιγουριά. Τότε το μονό που ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό μου, ήταν ο βαρύς ρόλος που ανάλαβα για κεινο το βράδυ, ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω όλες τις δυνάμεις που είχα για το ελάχιστο αποτέλεσμα που θα πρόεκυπτε, εκείνο το βραδύ έπρεπε να σταθώ πάνω από όλους τους ανθρώπους, πάνω από το δικό μου χάος, πάνω απ’ την γη και να δώσω ότι είχα στην ψυχή μου, έστω και για ένα λεπτό ζωής.

Αγκαλιαστήκαμε αμέσως, σχετικά θερμά για το χρονικό διάστημα που γνωριζόμαστε, χαιρετιστήκαμε, ανταλλάξαμε τα πρώτα τυπικά λόγια, κι’ ακολούθως πήραμε έναν δρόμο με άγνωστη κατεύθυνση. Αμέσως όμως θυμήθηκε ότι εγώ δεν ήξερα καθόλου την Κολωνία, ότι ποτέ δεν είχα γνωρίσει την έκφυλη εκείνη πόλη στο βασίλειο της νύκτας. Σταματήσαμε κι’ εισηγήθηκε να πάμε στο μπαράκι κάτω από τον σταθμό, στην παλιά αίθουσα αναμονής. Δεν μπορούσα να εκφέρω γνώμη, ήταν σχετικά αδιάφορο, τον ακλούθησα στο μπαρ της επιλογής του.

Ήταν από τα μπαράκια που είχαν στυλ, αν και το κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν έφυγα από την Κολωνία. Μια ανακαινισμένη αίθουσα αναμονής με ξύλινο πάτωμα και νεοκλασικές με γύψο ντυμένες κολώνες, οι οποίες τελείωναν σε θόλους που κι’ αυτοί κατέληγαν στους μπεζ τοίχους. Τα φωτά στον ίδιο ρυθμό της ίδιας εποχής, στην μέση της αίθουσας ένα πολύ επιβλητικό μπαρ, ημιστρογγυλο, μεγάλο και πλούσιο, ένα μπαρ από το όποιο ξεκινούσε όλη η ζωή του Alte Wartesaal.

Ένα μέρος που πλησίαζε πολύ την εικόνα της φαντασίας μου, όταν κάποτε, πριν από χρόνια έφτιαχνα όνειρα, συνεπαρμένος από την δουλειά μου στο μπαράκι της Tangente, για ένα δικό μου μέρος, για ένα δικό μου μπαρ, αποκλειστικό, που να με εκφράζει, να εκφράζει τα όνειρα τα φθηνή της περιθωριακής μου απασχόλησης, σε μια εποχή που η ζωή μου είχε αλλάξει εντελώς πρόσωπο και χρώμα, καθώς είχα πετάξει στο περιθώριο την φοιτητική μου ταυτότητα και ζούσα την ολοκλήρωση του χαρακτήρα μου στην ξεχασμένη μπύρα και στην φθηνή σαμπάνια. Τότε ακριβώς ένιωσα την είσοδο και την αποδοχή μου στην γερμανική, φοιτητική κοινωνία, γνωρίζοντας την γερμανική νοοτροπία και τρόπο ζωής σ’ ένα περιβάλλον ψεύτικο, όπου η ευθυμία που επικρατούσε και ο απελευθερωμένος τρόπος ζωής ήταν ουτοπικά, στοιχεία μιας φθαρμένης ψυχικής αβύσσου, κάτω από μια μουχλιασμένη επιφάνεια.

Κοντοσταθήκαμε λίγο στην είσοδο, αφήσαμε το βλέμμα μας να περιπλανηθεί στην μεγάλη αίθουσα, πολύς ο κόσμος, πολύς ο θόρυβος, τίποτα δεν ακουγόταν, θόρυβος και ησυχία ένα με το μυαλό μας. Βρήκαμε ένα τραπέζι διπλά από το μπαρ, σε ανυψωμένο επίπεδο. Καθίσαμε και οι δυο κουρασμένοι, ο καθένας για δικούς του λόγους. Παραγγειλαμε τα ποτά μας, πρώτη φορά παράγγελλα αλκοόλ μετά από τόσες εβδομάδες. Έβγαλε το δερμάτινο του σακάκι κι’ έμεινε με το γκρίζο του πουκάμισο, ανοικτό στο λαιμό, με τα μανίκια τρεις φόρες γυρισμένα προς τα πάνω. Δεν μπόρεσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του. Ένας μικρός Θεός μπροστά μου, τότε άρχισα αμυδρά να καταλαβαίνω πιο καλά, τότε άρχισα να μπαίνω πιο βαθειά στο νόημα του μαγνητισμού, εκείνου του μυστήριου της διαπροσωπικής έλξης.

Ο μπάρμαν ήρθε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο φέρνοντας μας τα ποτά που παραγγέλλαμε, μας ρώτησε αν επιθυμούσαμε κάτι άλλο, απαντήσαμε αρνητικά κι’ απομακρύνθηκε, κι’ εγώ πρόσεξα με θαυμασμό το σκουλαρίκι που φορούσε, ακόμα ένα απραγματοποίητο όνειρο μου, ακόμα ένα στα τόσα πολλά όνειρα μου, που ‘ναι πνιγμένα και τα γνωρίζει μονό η ψυχή μου, ούτε εγώ καλά καλά.

Η συζήτηση άρχισε με θέμα τον Λίνο. Ήταν φανερά ταραγμένος, φανερά εξαντλημένος, όλες οι βάσεις της ζωής του, ολόκληρα τα θεμέλια του ήταν συνταραγμένα, σχεδόν μετέωρα. Η έκφραση του πρόσωπου του έγινε σκληρή από τον πόνο την οδύνη της ψυχής του. Τα φρύδια του συνοφρυώθηκαν ανεπαίσθητα, τα σαρκώδη του χείλη, χλωμά και ξηρή προσπαθούσαν να δώσουν χρώμα ζεστασιάς σε τούτη την σκληρή περιγραφή.

Έσφιξα την ψυχή μου και άκουγα. Σχεδόν αδιάφορος με ανέκφραστο ύφος άκουγα, άκουγα γι’ αυτα που κανείς δεν έπρεπε να ξέρει. Ο σπαραγμός του ήταν διακριτικός μα έντονος. Για λίγες στιγμές έμεινα αδρανής, δεν ήξερα πια τίποτα, δεν ήξερα τον χρόνο, τον τόπο, ήταν άλλη η διάσταση μου, άγνωστη. Η συζήτηση γύρισε στον εαυτό μου, Δύσκολος και τούτος ο ρόλος.

Του είπα για την ζωή μου, την αδιάφορη, και την μονότονη, την ρουτινιάρικη, την δειλή ζωή μου την μικρή και την μέτρια. Του εξήγησα ότι γεννήθηκα στην Αμμόχωστο, σε μια εποχή που η πόλη βρισκόταν στα σπάργανα της, στην αρχή της αποθέωσης των θρυλικών χρόνων της δεκαετίας του εξήντα, μα όταν άρχισε η παιδική μου συνειδητοποίηση, έφυγα στην παρακμή του εβδομήντα. ‘Κείνη η πόλη, αν και δεν την γνώρισα σχεδόν καθόλου, άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή μου. Ήταν μια πόλη που έσφυζε από ζωή, όπου τα παΐδια των λουλουδιών έζησαν αξέχαστες στιγμές, και που σημάδεψαν με την παρουσία τους τον θάνατο της πόλης που ήρθε με τον πόλεμο.

Με παρακολουθούσε προσεκτικά και αφηρημένα συνάμα. Συνέχισα την αφήγηση μου εξηγώντας ότι μετά τον πόλεμο πήγα στην Ελλάδα για λίγους μήνες στο δημοτικό σχολείο. Οι γονείς μου φοβηθήκαν την κατάσταση στην Κύπρο, η Χούντα προχώρησε με το πραξικόπημα, ήρθε η εισβολή, και μαζί της έφυγε το όνειρο της ύπαρξης μας.

Γίναμε προσφυγές στην ίδια μας την πατρίδα, η μανά μου ξεσπιτώθηκε για δεύτερη φορά, η πρώτη ήταν τότε που ‘ζησε την επανάσταση της, φεύγοντας από το σπίτι της, από την Ελλάδα, φεύγοντας από την καταπίεση, την δυστυχία του σπιτιού της, απ’ τον συνεχή ξυλοδαρμό και την πικρά που ζούσε στο κάθε μέρα για είκοσι δυο ολόκληρα χρόνια, δραπετεύοντας απ’ την ίδια της μανά που δεν ήταν μανά γι’ αυτήν, ολόκληρη η ελληνική ιστορία ήταν η μανά της.

Κυνηγημένοι, καταφύγαμε στο νότιο μέρος του νησιού, αναζητώντας μια καινούργια αρχή στην οικογενειακή μας ζωή, που ποτέ δεν θα’ ταν η ιδία, δεν ήταν ποτέ το όνειρο που ζούσα στα παιδικά μου χρόνια. Φοβισμένοι οι γονείς μου από τον πόλεμο, έστειλαν εμένα και τον αδελφό μου στη Ελλάδα, στο καταφύγιο της ελληνικής μας ρίζας. Οι αναμνήσεις της Ελλάδας είναι μέσα μου ολοζώντανες. Ο πόνος του χωρισμού από την μανά μου, η πρώτη αίσθηση μοναξιάς και εγκατάλειψης, τα πρώτα δυστυχισμένα δάκρυα, ο χωρισμός ο απάνθρωπος από τον αδελφό μου στην εξορία του νησιού του εγκαταλειμμένου στα έγκατα του Αιγαίου. Ήταν ίσως δύσκολο στα χρόνια που ακλούθησαν να το συνειδητοποιήσω, όμως κεινες οι μέρες σημάδεψαν την ψυχή μου, νιώθοντας στα τόσο πρώιμα χρόνια της ζωής μου την σημασία, την ένταση της μοναξιάς, την παραίσθηση της ορφάνιας. Η συγκίνηση μου ήταν φανερή.

Στα χρόνια που ακλούθησαν η Κύπρος ήταν δύσκολη. Η προσαρμογή ήταν σκληρή για ένα παιδί που ζούσε το όνειρο του, τον πόνο της σκληρής του ανάμνησης, την θύμηση της μοναξιάς μέσα σε μια κοινωνία που προσπαθεί να αναρρώσει από τον εφιάλτη ενός πολέμου. Εκεί ήταν ολοζώντανη η φτώχεια, η στέρηση, η έντονη θλίψη της ανάμνησης, ο πόνος των γονιών για τα χαμένα στοιχειά της ζωής τους, ο μετεωρισμός, η αμφιβολία στον χρόνο που περνούσε παθητικά.

Στα χρόνια της εφηβείας άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου, την προσωπικότητα μου διαμορφώνοντας την μέσα από την μανία του αθλητισμού, το όνειρο κάθε έφηβου να γίνει αναγνωρισμένος αθλητής, το όνειρο μου. Μέσα από το όνειρο άρχισα να βρίσκω την αλήθεια μου, την δίκια μου ολοκλήρωση. Όλη μου η ζωή ήταν η κολύμβηση, όλες μου οι σκέψεις, όλο μου το είναι. Άρχισε η ψευδαίσθηση της καριέρας, της αναγνώρισης, μαζί με αυτά ήρθε η υπεροψία, ο εγωκεντρισμός, η θεωρία της κοινωνικής ανωτερότητας, κεινο το πλανητικό αίσθημα του ναρκισσισμού, εκείνη η απατηλή εικόνα του Εγώ. Αν τα κατάφερα? Τούτη ήταν η ερώτηση που έθετα πολλές φορές στον εαυτό μου, χρόνια μετά. Τάχα καταφέρει τόσο καλά, που όταν ήρθε η στιγμή της Θειας δίκης τσακίστηκα μέσα σ’ ένα σκοτεινό ψυχικό λαβύρινθο, έμεινα μετέωρος, γεμάτος συγκρούσεις και αμφιβολίες, εξαντλημένος, βρίσκοντας τον εαυτό μου στην Γερμάνια μ’ ένα ηθικό χρέος, υπέρτατο όλων – να πάρω την ζωή μου στα χεριά μου, ν’ αρπάξω την μοίρα μου από τα μαλλιά και να την εξουσιάσω εγώ, όχι αυτή εμένα.

Τέλειωσα την αφήγηση μου, αναστατωμένος, εξηγώντας του έτσι το γιατί κατέληξα στην Γερμάνια, δίνοντας του έτσι μια άποψη που δεν ήταν γνωστή η φανερή, αυτή ήταν η προσωπική μου εξήγηση, αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας ζωής που μονό εγώ ήξερα και έβλεπα την Γερμάνια σαν εξορία τιμωρίας και εξιλέωσης. Ένιωθα το κόκκινο της ντροπής να με περιτυλίγει. Από την αφήγηση μου έλειπε ένα μικρό, σημαντικό κενό, ίσως το πιο σημαντικό απ’ ολα, η ουσία όλων εκείνων των συγκρούσεων, των αμφιβολιών, του μετεωρισμού. Τούτο το κενό ήταν η δική μου ντροπή, το δικό μου μυστικό, η ιερή μου αμαρτία. Δεν τον άφησα να μιλήσει πάνω σ’ αυτο.. Κατά κάποιο τρόπο ένιωθα ότι το βλέμμα του με διαπερνούσε, μ’ έναν τρόπο που δεν καταλάβαινα τότε, μ’ ένα τρόπο που καιρό μετά, χρόνια, θα μάθαινα ότι είναι έμφυτος σε ανθρώπους σαν αυτόν, σαν εμένα, σαν όλους αυτούς που ζουν στο κοινωνικό περιθώριο. Έβλεπε την ψυχή και την σκέψη μου ολόγυμνες και ντροπιασμένες.

Του είπα ότι έπρεπε να ‘ναι δυνατός, ότι δεν είχα ξαναδεί άτομο με τέτοια δύναμη, με τόση υπομονή και αγάπη να συμπαραστέκεται στον φίλο του. Κι ήταν αλήθεια, γι’ αυτά που ήξερα μέχρι τότε, γι’ αυτά που είχα μάθει μέχρι τότε στην ζωή μου, ήταν αλήθεια αυτά που τούλια, δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να εκφράσω τέτοια λόγια ιδανικά μπροστά σ’ έναν άνθρωπο, η ντροπή που ‘νιωθα να μιλώ με την ψυχή μου σ’ έναν άνθρωπο ήταν μεγάλη, πίστευα ότι γινόμουν γελοίος, ότι τέτοια λόγια γράφονται μονό σε βιβλία, φτηνά βιβλία τσέπης.

Ένιωθα ότι ήμουν απάνθρωπος και υποκριτής. Συνέχισα όμως τον μονόλογο μου. Τον έβρισκα δυνατό και συνάμα αξιοθαύμαστο. Χωρίς να αντιλήφθη, χωρίς να το αντιλήφθη είχε γίνει το πρότυπο μου, το αρχέτυπο της ύπαρξης μου, το παράδειγμα που θα ‘χα πάντα στο υποσυνείδητο μου από κεινο το βράδυ για το πως έπρεπε να υπάρχω σαν άνθρωπος, πως να δίνομαι χωρίς ορούς, πως ν’ αγαπώ χωρίς ορούς και περιορισμούς, συνθήκες κι’ οριοθετήσεις. Ήταν σαν μια συνάντηση με το πεπρωμένο, όλοι συναντούν το πεπρωμένο τους κάπου στην πορεία της ζωής τους, ήταν η δική μου συνάντηση, η αρχή της γνωριμίας με την μοίρα μου, μιας πορείας ανηφορικής, σκοτεινής και πικρής, με στιγμιαίες αναλαμπές ανακούφισης, νομίζω πως την χαρακτηρίζουν σαν ευτυχία τούτη την παροδική ανακούφιση, δεν ξέρω τι είναι τούτος ο ορος, για την ζωή μου είναι μονό μια σύντομη ανακούφιση απ’το βάρος που σηκώνουν οι ωμοί μου, σαν ο Χριστός το σταυρό του στο Γολγοθά. Δεν ήταν όμως ένα παράδειγμα που ζήλεψα και ήθελα να μιμηθώ, ήταν μια τυχαία συνάντηση που οδήγησε στην μοιραία ταύτιση της αμοιβαίας ψυχικής δομής, και ήταν αμοιβαία, η δική μου βρισκόταν μοναχά σ’ ένα καβούκι άγνοιας, χρειαζόταν έναν μέντορα για να μάθει να υφίσταται.

Μπορούσα ν’ αντιλήφθω έτσι πως ένιωθε, όμως έπρεπε να συνεχίσει να το κρύβει, αφορούσε μονό αυτόν, μονό εκείνος ήξερε την άξια του, για κεινο το συναίσθημα μονό εκείνος γνώριζε πόσο πολύτιμο είναι, η μάχη στα σωθικά του ήταν δική τους. Προσπαθούσα να κατανοήσω τον τρόπο που ένιωθε, και τον κατανοούσα, καταλάβαινα συνάμα ότι έπρεπε να διαφυλάξει τη φρίκη τούτης της μάχης, γιατί την άξια και την σημασία της κανένας άλλος δεν μπορούσε να την γνωρίζει, πρέπει να φτάσει κάποιος εκείνο το ψηλό σημείο για ν’ αντιλήφθη τι είναι αγάπη και τι να ζεις μέσα απ’ την ψυχή και το σώμα της αγάπης σου.

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τους λόγους, δεν ξέρουν τι σημαίνει η ανώτερη άξια της ψυχής, η ζωή σε μια άλλη διάσταση που μονό η ευαισθησία μιας ψυχής που ψάχνει και αναζητά, που ονειρεύεται και πονει, έξω από τις διαστάσεις της επιφανειακής κοινής κοινωνίας, γνωρίζει και κατανοεί. Ο εξιδανικευμένος τρόπος ζωής, ακριβώς γιατί είναι αυτό που δηλώνει, είναι ακατανόητος στον κοινό άνθρωπο, στον οριακό άνθρωπο της συνήθειας. Περά από αυτά τα όρια αρχίζουν οι δίκες του αξίες, οι εύθραυστες, οι σπάνιες, η εκλεπτυσμένη αντιμετώπιση μιας ζωής ξένης προς τους πολλούς, που αντιμετωπίζουν την μυστικότητα, την μαγεία που κρύβει τούτη η ζωή, την ανώτερη εκείνη ανθρωπινή φιλία, με προκατάληψη και έχθρα. Αυτά που μένουν στην προϋπόθεση του τέλους είναι τα ιερά στοιχειά της υπομονής και της δύναμης.

Άκουγε και δεν άκουγε, έκφραση απολιθωμένη, γεμάτη δίψα για ήχο ζωντανό. Άρχισε να λέει για την προσπάθεια που κάνει να ξεχάσει, προσπάθεια απ’ την στιγμή που επέστρεψε στην Γερμάνια, πίστεψε ότι έστω για λίγο θα ξεχνούσε. Ήταν αδύνατο. Κοιμάται τα βραδεία, και δεν κοιμάται. Το μυαλό του στριφογυρίζει συνέχεια σ’ αυτόν, νομίζει ότι θα εκραγεί, η εικόνα του είναι ολοζώντανη μπροστά στα μάτια του, ολοζώντανος ο πόνος του ύπνου, της ψυχής του, απερίγραπτο κεινο που νιώθει.
Τα μάτια του κοκκίνισαν, βράχηκαν. Ο λυγμός πνίγηκε ξανά στο τσιγάρο και στο τζιν. Τον ένιωθα πολύ, τον συμπονούσα, δεν ήξερα πως μπορούσα να σχετιστώ με τέτοια συναισθήματα αφού δεν τάχα ξαναζήσει. Ρώτησα ξανά κείνε την ηλίθια ερώτηση για την γνώμη των γιατρών, κι’ απάντηση ήταν αποκαρδιωτική. Η επιστήμη ήταν ακόμη σ’ έναν λαβύρινθο υποθέσεων, τα φάρμακα ήταν μια ψευδαίσθηση, τίποτα στον ορίζοντα για τα επόμενα λίγα χρόνια δεν έδινε ελπίδα. Δεν την πίστεψα γιατί δεν είχα την θέληση, και του το ‘πα.

Ευγενικα μ’ αποπήρε, μα συνέχισα να επιμένω στην ουτοπική μου γνώμη. Πολλές φόρες μπορώ να γίνω ηλίθιος γιατί πιστεύω στα όνειρα. Ονειρευόμουν ότι ο Λίνος έπρεπε να πιστέψει ότι θα αναρρώσει.
Ούτε εγώ το πίστευα υποσυνείδητα, και το όνειρο έλεγε ότι αυτό έπρεπε να πιστέψω και το πίστεψα για μια στιγμή, μα ήξερα συνάμα ότι η αλήθεια είναι πιο πραγματιστική απ’ ότι θα ‘θελε ένα ηλίθιο όνειρο να ‘ναι.
Ο Λίνος έπρεπε να πιστέψει σ’ ένα ψέμα για να σβήσει τούτη η πικρή αλήθεια στο λυκόφως της ζωής του, κι’ όμως ήταν ο μοναδικός απ’ όλους μας που ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα ότι βάδιζε με μαθηματική ακρίβεια προς την λύτρωση του, την απελευθέρωση απ’ το σώμα που τόσο λάτρεψε κ’ έγινε αντικείμενο του πόθου, την απελευθέρωση από την σάρκα που ‘γινε βαριά απ’ την παράλυση και την σαπίλα μια ακαταμάχητης κατάρας.
Πίστεψα λοιπόν ότι θα γινόταν καλά, και το δέχτηκε κουρασμένα, παίζοντας χωρίς άμυνα το δικό μου παιγνίδι. Κάθε μέρα είναι μια καινούργια ελπίδα, που δεν πρέπει να πάει χαμένη.

Πρέπει να υπάρχει τούτη η ελπίδα, χωρίς αυτήν τι θα ‘κανα κι’ εγώ μελλοντικά όταν έφτασα να θρηνήσω για έναν παρόμοιο χαμό, την μεγάλη απώλεια της ζωής μου. Όλοι θρηνούμε σε μια στιγμή, αυτό το ‘χα ξεχάσει σε στιγμή παροδικής ανακούφισης, ευτυχίας. Με την ελπίδα τουλάχιστον η μάχη δεν χάνεται απ’ την αρχή. Άγνωστο το τι θα ξημερώσει, και τούτο τ’ άγνωστο πρέπει νάνε ελπιδοφόρο. Πρέπει, πρέπει, πρέπει, τι είναι πια τούτο το πρέπει που διέπει την ύπαρξη, το ασυνάρτητα καθορισμένο πρέπει, τα καλούπια, τα όρια, το τίποτε, αν υπήρχε πρέπει δεν θα ‘μουν εκεί κεινη την στιγμή, κι’ αν δεν υπήρχε πρέπει δεν θα υπήρχε η πολυδιάστατη, η στιγμιαία ευτυχία. Το πρέπει είναι το αποτέλεσμα της δύναμης, ο θεσμοθέτης έχει δύναμη κι’ αυτός καθορίζει με ιδιοτέλεια και υποκειμενικά το πρέπει. Να ‘μαστε ευγνώμονες γιατί έτσι μας δίνει την ευκαιρία να γευτούμε αυτό που δεν πρέπει, να ‘μαστε αυτό που καθορίζει η φύση να ‘μαστε, χωρίς να υποκύπτουμε στα πρέπει? Πως θα ‘ταν η ζωή μας χωρίς τους κανόνες τους ιδιοτελείς? Πως θα υπήρχαμε εμείς, και πως θα πεθαίναμε? Ερωτηματικά που δεν ξέρω καμία φορά αν θα μπορέσω να βρω τις απαντήσεις.

Αναστεναγμός κρυφός κι’ αλλαγή μοτίβου. Με ρώτησε αν μετάνιωσα την Γερμανία. Δύσκολη η ερώτηση, ερώτηση της κάθε μέρας. Δεν ξέρω αν μετάνιωσα, σταμάτησα όμως να μην μετανιώνω, γιατί ζω την μετάνοια στο κάθε μέρα, στο κάθε μέρα ζωντανεύει ο χρόνος που ‘φυγε, το παρελθόν, οι σκηνές φεύγουν η μια μετά την άλλη μέσα στο μυαλό μου. Το να μην μετανιώνει κάνεις είναι το στοιχειό που δίνει τη δύναμη να προχώρα, η μετάνοια συνοδεύει την οδύνη και την αδράνεια, και υπήρξα πολύ αδρανής με την ζωή μου, με μένα στα χρόνια της Γερμανίας. Κάπου το παραδέχομαι ότι βαρέθηκα την Γερμάνια, δεν μπορώ όμως μέσα από την παραδοχή να προσδιορίσω την μετάνοια. Θα ‘ταν ψέμα να δεχτώ ότι δεν έζησα καλά, αισθάνομαι όμως κενός, ανικανοποίητος, έκφραση της έλλειψης του πόθου που απαγόρευσα στην ζωή μου σαν απαγορευμένο καρπό. Η απάντηση μου σταμάτησε μέχρι το θέμα του πόθου. Αυτό ήταν το δικό μου αμάρτημα. Αμάρτημα γιατί δεν προσδιόρισα το αντικείμενο του δικού μου πόθου, για μένα ο πόθος υπήρξε με τα μάτια της τότε εφηβικής και άπειρης ψυχής μου, ήταν ένα βίωμα πόθου εξιδανικευμένο, δεν υπήρχε κορμί, δεν υπήρχε βρωμιά γιατί δεν έβλεπα την υλη (τραγικό, αν συλλογιστώ ότι κάποια χρόνια μετά έλεγα σε μια φίλη αναθεωρώντας την ζωή μου σε μια σύντομη επίσκεψη από την Γερμανία ότι είχα κουραστεί από το βάθος και την ποιότητα που προσπαθούσα να δώσω στην ζωή μου και επιθυμούσα μονό επιφάνεια, ρηχά νερά χωρίς ουσία) για μένα εκείνο το βίωμα ήταν ο ολοκληρωμένος αυλος οργασμός που τον ένιωσα και στο σώμα, χωρίς να έχει σημασία το είδος του σώματος, η φύση του κορμιού, ήταν αμάρτημα γιατί όπως έμαθα αργότερα με την φρίκη της εμπειρίας και της ανάμνησης τα ιδανικά και ο άνθρωπος δεν συμβαδίζουν, τουλάχιστον ο κάθε κοινός άνθρωπος της κάθε κοινής κοινωνίας, τα ιδανικά είναι ένας κόσμος στην φαντασία του ανθρώπου, και ο κοινός άνθρωπος είναι ένας άλλος κόσμος, η πεζή πραγματικότητα της φαντασίας, η έκφραση του συμβατικού, η έκφραση της περιορισμένης διάστασης της ζωής, είναι το κέντρο της ζωής, η ανούσια ισχύ.
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Κοίταξα τον ουρανό ασυναίσθητα. Το κορμί μου πάνω στην πλωτή εξέδρα που κουνιόταν στον δικό της ρυθμό, τον ίδιο ρυθμό του κουρασμένου κύματος, ήταν παραδομένο στην ερωτική του πάλη με τον ήλιο. Η γλυκειά, αρμυρη κεινη αύρα χάιδευε ύπουλα και ηδονικά το πρόσωπο μου, συνάμα μια κραυγή πόνου προσπαθούσε να βγει από μέσα μου.

Ο ουρανός, απελπιστική διέξοδος για τους ρεαλιστές, η μόνη λογική για τους ουτοπιστές.

Ασυναίσθητα συνέχισα να ψάχνω το απροσδιόριστο, το τίποτα, και η σκέψη του Λίνου στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό μου. Η δομή της σκέψης μου ήταν απάνθρωπη και σκληρή, δεν μπορούσα όμως να σκεφτώ διαφορετικά, η εικόνα δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζα την αλήθεια τούτη πρόσωπο με πρόσωπο. Τα συναισθήματα μου ήταν ανάμικτα, η αναστάτωση μεγάλη. Μέσα στη δίνη του φρικτού φόβου για τον θάνατο, για την αρρώστια κεινη που την ένιωθα τώρα πια διπλά μου να απειλεί τη ζωή μου, ανάμεσα στη φοβερή εκείνη λύπη που ένιωθα για τον Λίνο και την έντονη επιθυμία για την κάποια ασήμαντη βοήθεια που τόσο πολύ ήθελα να προσφέρω σε κεινο τον άνθρωπο, κάπου ένιωσα κάποιον μυστικό θαυμασμό και σεβασμό για την απόφαση ζωής που είχε πάρει, για τον τρόπο ζωής του. Ανάμικτα συναισθήματα, ντροπή, και μέσα από όλα αυτά η έντονη σκέψη της σαρκικής ματαιότητας, η σταδιακής της εξέλιξη σε σκόνη, η δόξα της πνευματικής φθοράς και του ερωτικού εθισμού.

Τόσος φόβος, τόση απελπισία για ένα μηδέν, για το τίποτε.

Η πραγματική αντιμετώπιση της αλήθειας ήρθε ένα απόγευμα στο γενικό νοσοκομείο Λευκωσίας. Η ζεστή ήταν αφόρητη, το τοπίο του μεσημεριού χανόταν μέσα στην ηλιακή αύρα, ήταν τόσο αποπνικτικό. Ξεκινήσαμε λίγο μετά το μεσημέρι απ’ την Λεμεσό, την ώρα που ο ήλιος είχε απλωθεί κυριαρχικά με δυναμισμό και ζήλο σε ολόκληρο το νησί, εκμηδενίζοντας κάθε φυσική αντίσταση. Το τοπίο θόλωνε απ’ την άχνα της ζεστής, η κάθε σκέψη σταματούσε, η πνευματική αποχαύνωση ήταν η εξουσία του μεσημεριού. Αυτή ήταν η Κύπρος, σκέφτηκα, ξερή, διψασμένη η γη της να ξεσκίζεται στους τραπέντα βαθμούς, να γίνεται σεληνιακό τοπίο μ’ ένα ενιαίο χρώμα κι’ από μέσα της να αναδύονται αγέρωχα κι’ αιωνία οι πανάρχαιοι σύντροφοι της, κεινα τα δέντρα τα χλωμά, που υπομένουν τα πάντα με στωικότητα, που κανένας ήλιος, καμία βροχή δεν τα εξουσιάζει, το μοναδικό είδος ζωής που δεν την έχει προδώσει μέσα στους αιώνες.
Ακόμα κι’ αν πεθάνουν, μένουν εκεί αυτά, όρθια και περήφανα, μην την εγκαταλείψουν, χωρίς αυτά θα σβήσει κι αυτή, θα μαραθεί, ποιος θαναι εκεί να την συντροφεύει.

Μέσα στην ζεστή και τη σιωπή μου, απομονωμένος από την λυπηρή κουβέντα του Δημήτρη και της Νάγιας, προσπαθούσα να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, να συνειδητοποιήσω την τελευταία πράξη της τραγωδίας που δεν ήθελα να πιστέψω, ήμουν τόσο συγχυσμένος, τόσο μετέωρος. Δυο μέρες μετά που ήρθα στην Κύπρο για τις διακοπές του εξαμήνου ο Δημήτρης με μεγάλο κόπο μου αποκάλυψε ακόμα μια αλήθεια της ζωής που για μένα ήταν ένας απόμακρος εφιάλτης, που αφορούσε τους άλλους κι όχι εμάς. Δεν ήμουν τότε τόσο ρεαλιστής για να αντιληφτώ την ανθρώπινη δυστυχία τούτου του βαθμού που άνοιξε στη ζωή όλων μας ένα καινούργιο κεφάλαιο, μια πορεία πιο ανηφορική και δύσκολη, ένα χάος σκέψεων και φόβου, μετεωρισμού και αμφιβολίας.

Τα χιλιόμετρα λιγόστεψαν, δεν υπήρχαν πια. Η δοκιμασία στους δρόμους της πρωτεύουσας ήταν μικρή και τελείωσε σύντομα. Φτάσαμε στο νοσοκομείο γεμάτοι αμφιβολίες. Τα ερωτήματα ήταν άπειρα όπως άπειρη και η απόγνωση, μέσα η αστάθεια και το κενό ακόμα περισσότερα. Ήταν το τι, το πως, το γιατί, η απάνθρωπη μαγεία του ποτέ και του που, πόσος απάνθρωπος νιώθω σε κάποιες στιγμές, χωρίς κίνητρα κακίας, είναι η μικροπρεπής περιέργεια, ο πόνος, η αμάθεια.

Το νοσοκομείο είχε ανεξίτηλα τα σημάδια του χρόνου πάνω του. Μνημείο παλιάς κυριαρχίας, ξεθωριασμένης εξουσίας, ορθωνόταν εκεί, μαραμένο, ζώντας ακόμα με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να προσφέρει ζωή μέσα από την σαπισμένη του ψυχή. Οι σκάλες μας ανέβασαν στον πρώτο όροφο, στον σκοπό μας.

Ο διάδρομος του νοσοκομείου μακρύς και ψυχρός, απρόσωπος. Το βασίλειο της ασθενείας, προπύργιο του θανάτου. Μηδαμινή η ύπαρξη της άμυνας, της επίθεσης για σωτηρία, για απολύτρωση. Αιωνία τα λεπτά της διαδρομής, τρομακτικό το μονοπάτι χωρίς τέλος. Πρόσωπα και κορμιά μαραμένα, ασθενικά, πόση δύναμη μπορεί ναχει ο θάνατος πάνω στην ομορφιά, κάνεις στην πραγματικότητα δεν είναι Ρωμαίος, κάνεις δεν είναι ο Άδωνης, όλοι κοινοί, κρυφοί Νάρκισσοι στην δύναμη της φθοράς και της θνησιμότητας.

Ο διάδρομος του νοσοκομείου ατέλειωτος και ψυχρός, απρόσωπος. Το τέλος δεν έχει σημάδι, κανένα χαρακτηριστικό. Είναι άμορφο και άπλαστο. Στα μαραμένα πρόσωπα έβλεπα το τέλος, στα μαραμένα κορμιά θέριζε το τέλος, μέσα τους έστηνε ο θάνατος χορό, άρχιζε από τώρα να γιορτάζει την αυριανή βασιλεία του σκότους, μέσα σε κεινα τα κορμιά, που κάποτε βασίλευε το σφρίγος, που ‘ρθανε στον κόσμο σε στιγμές παροξυσμού, όταν η ορμή κι ο πόθος έπνιγαν την λογική, όταν η ορμή κι ο πόθος ήταν η μόνη λογική για να φέρει το σήμερα, το αύριο και το πάντα.

Ο διάδρομος του νοσοκομείου, ψυχρός και απρόσωπος άρχισε απροσδιόριστα να δείχνει το δικό του τέλος. Ένιωθα κενός, φοβισμένος, δεν ένιωθα τίποτα. Ρίγος με κυριάρχησε όταν αντιμετώπισα κεινο το δωμάτιο χωρίς αριθμό, την είσοδο κεινη στην σκοτεινή αιωνιότητα, σ’ενα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Κάπου ένιωθα ότι με πλημμύριζε το θάρρος, κάπου ήμουν σίγουρος γι’αυτο. Η Νάγια κι’ ο Δημήτρης διπλά μου βουβοί κι αμίλητοι. Κι οι δυο έτρεμαν στην ιδέα, κάνεις δεν ήξερε τι θα δει.

Το ζεστό χαμόγελο της μάνας μας έβγαλε απ’τον ειρμό των σκέψεων μας και του φόβου μας. Το βλέμμα της όμως, γεμάτο σπαραγμό φώναζε κεινη την πικρή αλήθεια που κάνεις δεν ήθελε να ξέρει.
Οι ομιλίες, οι φωνές, τα τυπικά τα λόγια στόλιζαν το δωμάτιο, όμως η νεκρική σιγή βασίλευε παντού, αυτό μπορούσα να το νιώσω, κάτω απ’ την ψεύτικη ευθυμία του καλωσορίσματος, κάτω απ’ την ψεύτικη χαρά της συνάντησης. Ποιος θέλει τον ξένο μέσα στον πόνο του, όταν τα λόγια της παρηγοριάς είναι ουσιαστικά τα λόγια της ανακούφισης του ξένου που δεν ζει την οδύνη και το τέλος, και πως μπορεί ο ξένος να μείνει μακριά απ’ τον πόνο κάποιου ανθρώπου που υπήρξε στη ζωή του τόσα χρόνια. Είναι ο θρίαμβος που νιώθει, το δράμα του αλλού δεν είναι δικό του, είναι εκεί για συμπαράσταση, για συμπόνια που ξεχνά όταν πάει στο σπίτι του, αλλά η τραγωδία δεν είναι δική του, ο πόνος, ο σπαραγμός, το τέλος δεν είναι τα δικά του, είναι ευτυχώς ξένος.

Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν δυο μοναχά ξεφτιλισμένα κορμιά. Το τρίτο κρεβάτι ήταν άδειο, το κορμί εκείνο είχε μεταβληθεί ξανά σε σταχτή, είχε γίνει σκόνη, ένα με το χώμα, αρχή και τέλος της ζωής το ίδιο, δέκα μέρες μόλις πριν. Αφήσαμε εκείνο το κρεβάτι απαρατήρητο. Κοιτάξαμε το δικό μας κρεβάτι. Το δάκρυ ήταν αυθόρμητο στα κουρασμένα μου μάτια, στην θεά της φθοράς, η προσπάθεια μου να το συγκρατήσω, χωρίς αποτέλεσμα. Ασυγκράτητος ο πόνος εκείνης της έκπληξης πουνιωσα αντικρίζοντας τον Λίνο. Πόση δύναμη μπορεί ναχει η φθορά πάνω στην ομορφιά. Ο Λίνος ήταν όμορφος, ήθελε νάνε όμορφος. Ποια ομορφιά όμως είναι αδιάφθορη, ποια ομορφιά μπορεί ν’ αντέξει τη δύναμη της φθοράς.

Μια άναρθρη κραυγή ήταν το καλωσόρισμα το εύθυμο, τα κόκκινα του μάτια μέσα στο κρυφό δάκρυ ήταν η αλήθεια του. Έμεινα ακίνητος, χωρίς να ξέρω τι να κάνω και ξαφνικά βρήκα την διέξοδο μου βλέποντας το μπαλκόνι. Με μια φτηνή δικαιολογία για ένα τσιγάρο βγήκα έξω. Ήθελα να κλάψω γοερά μα δεν μπορούσα, δεν έπρεπε να ξέρω την αλήθεια. Έφυγα λοιπόν για το μπαλκόνι να πετάξω την αλήθεια μακριά καθώς έπνιξα τα πνευμονία μου στην ανακουφιστική διέξοδο ενός τσιγάρου. Στην προσπάθεια μου να συνειδητοποιήσω την άγνωστη αλήθεια, τον είδα να κάθεται στην άκρη του μπαλκονιού προσπαθώντας να πνίξει τον δικό του λυγμό, που ήταν πιο προσωπικός, πιο αληθινός απ’ολους τους άλλους, και που έπρεπε, το χειρότερο, να μείνει πιο άγνωστος απ’ολους, μ’ενα τσιγάρο. Το τσιγάρο, η μόνη ψεύτικη λύση για τους ρεαλιστές, μοναδική διέξοδος ακόμη και στην τελευταία απελπισία.

Το πρόσωπο του έκφραση απόγνωσης, μετέωρος σε μια άβυσσο σκέψεων χωρίς ειρμό. Ένιωσα παράξενα, ένιωσα οίκτο, λύπη, συμπάθεια, δεν έπρεπε όμως να δείξω τίποτε, απ’ολα αυτά, ήμουν ένας ξένος, ένα τίποτε από το άγνωστο του που δεν είχε θέση στην δίκια του ιστορία, ένας κατ’ ανάγκη συνάνθρωπος στον ρολό του εισβολέα, συνάνθρωπος με το έτσι θέλω. Ήθελα να ξέρει ότι τον ένιωθα, ότι τον συμπονούσα, ότι τον καταλάβαινα πολύ περισσότερο απ’οτι μπορούσα να δείξω, ότι συμπασχα μαζί του με την δική μου ιστορία, γελοία σκέψη αν συλλογιστώ την προσωρινότητα και την επιφάνεια της δικής μου ανάμνησης, το μέγεθος του βάθους και την διάρκεια, όμως συμπασχα με τον κρυμμένο μου φόβο απόλυτα μαζί του, κι’οτι, τι ειρωνεία, μονό εγώ τελικά μπορούσα να συνειδητοποιήσω εκείνο το ψυχικό χάος που τον κυριάρχησε στα χρόνια της εξερεύνησης, της αναζήτησης, και τώρα της εκτέλεσης, εκείνο το ίδιο που ξύπνησε μέσα μου μετά από τόσα χρόνια.

Τόσες σκέψεις μέσα στο μυαλό, και πολύ αφελής, ανθρώπινη περιέργεια, και τόση σύγχυση, από κεινες τις σπάνιες στιγμές που δεν υπάρχει χώρος, η χρόνος, η χρώμα, παρά μονό μια ανθρωπινή, ψευδαισθησιακή διάσταση μαζί με την ανθρωπινή ψυχή.

Προχώρησα στο ατελείωτο, απάνθρωπο μπαλκόνι προς το μέρος του. Χωρίς ουσιαστικό λόγο, κάτι με έσπρωχνε να πάω κοντά του. Προχώρησα αργά, δειλά και ο ρυθμός της καρδιάς μου πιο γρήγορος απ’το βήμα μου. Γιατί να πάω προς τα κει, τι να ρωτήσω και τι να μάθω, ήμουν γνώστης των αναγκαίων, δεν χρειαζόμουν άλλη γνώση της αλήθειας, τότε δεν είχα την δύναμη να την αντιμετωπίσω.

Δεν υπήρξε τυπική συμπεριφορά, κανένας τύπος, παρά μονό η ψυχρή κεινη ερώτηση για την κατάσταση του ασθενή, του Λίνου, του γιου, του φίλου, του εραστή, του ανθρώπου. Πόσο ηλίθιος μπορεί ναν’ ο άνθρωπος σε στιγμές απόγνωσης. Του είπα ποιος ήμουν, του ήταν αδιάφορο, για κενόν δεν ήμουν παρά ακόμα ένας ξένος, απρόσωπος, χωρίς σημείο αναφοράς, χωρίς σύνδεση προς την τραγωδία, ακόμα μια πόρτα προς τα έξω, προς τον σκληρό κόσμο, προς την άλλη αλήθεια. Ανταλλάξαμε μερικές λέξεις κι’αρχισα να απομακρύνομαι, η θέση μου ήταν με τους ξένους, καμία θέση στην ψυχή του πόνου. Προς στιγμή είχα διώξει την αλήθεια από την σκέψη μου. Κεινη η αλήθεια είχε γίνει μια ψευδαίσθηση απλή, δεν την πίστευα, δεν είχα ξαναδεί τον οχτρο με τόσο ανθρωπινή όψη.

Η Νάγια κι' Δημήτρης ήρθαν έξω στην αποπνικτική αύρα του δειλινού, αύρα απελευθέρωσης απ' το σκοτάδι του αδιέξοδου. Τους είπα την ψευδαίσθηση μου, ήταν αμοιβαία τούτη η ελπίδα. Τα κενά βλέμματα μας κυριάρχησαν την διάθεση για συνομιλία. Κυριάρχησε η ψεύτικη ηρεμία της ψευδαίσθησης εκείνης, πόσο αναγκαία ήταν εκείνη ηρεμία.
Διπλά μας ήρθε και στάθηκε εκείνη η αιωνία μανά, μια άγνωστη με φανερά τα σημάδια του χρόνου και του αγώνα της επιβίωσης χαραγμένα παντού στο κουρασμένο της πρόσωπο. Τα μάτια της ήταν υγρά, πλανεμένα κι’ απροσδιόριστα, τα χείλη της σφικτά, σιδερένια, η έκφραση της σκληρή μα ήρεμη, σχεδόν αγνή.
Άρχισε ν’ απιθώνεται σε μας, μα ήταν φανερό ότι η συνομιλία της ήταν μοναχά με τον Θεό. Το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μας, διαπερνούσε την σωματική μας διάσταση, έφτανε στο άπειρο, πλανιόταν κι’ εκεί φαινόταν ότι έβρισκε ανταπόκριση στη στην οπτική της αναζήτηση. Εκεί, κάποιος σίγουρα την ένιωθε, κάποιος την έσπρωχνε να συνεχίσει να ζει, και τούτο το σπρώξιμο την έκανε στιγμιαία να λάμπει και να ορθώνεται ατίθασα, να παλεύει μονή της τη δική της μάχη με κενόν τον ανυπόστατο οχτρο.
Τούτη η παράξενη, η φυσική δύναμη έγινε εκείνη τη στιγμή λέξεις. Λέξεις απλές, λέξεις της υπαίθρου, διάλεκτος του ιδρώτα και της ζωής, λέξεις αιώνιες της ιστορίας, του αγώνα εκείνου που ξεκίνησε από τέτοια πρόσωπα, από τέτοια χέρια για φέρουν το σήμερα και την τραγωδία του τώρα.
Ο καρπός του ερώτα της, της μοναδικής της αμαρτίας πηρέ την μορφή της ακίνητης σάρκας στο τελευταίο κρεβάτι. Κει το βλέμμα της, ο λυγμός της προσευχής της, η ικεσία της για αναβολή έστω και του πόνου, ήταν το άσμα για την λύτρωση, για κεινο το αψιο θαύμα. Παρακαλούσε το Θεό να βάλει το χέρι του, τα λόγια της, και μείς την ψυχή μας την δύναμη της, η σκέψη μου.

Η συνειδητοποίηση της αλήθειας, η πίκρα ολάκερης ζωής. Πικρή η συνειδητοποίηση, πικρή η εμπειρία, κι’ η μάνα αιώνια κι’ αγέρωχη μπρος στα στοιχεία της φύσης, αιώνια πνοή ζωής, η φύση να κατακτά την φύση, το ανθρώπινο στοιχειό να γίνεται δύναμη θεϊκή, υπέρτατη.
Τούτη λοιπόν η ξένη μανά εδίωξε αθέλητα της τη δική μας ψευδαίσθηση, με τα πικρά πονεμένα της λόγια. Παράκληση της να μην πληγωθεί η γιαγιά, να μείνει άγνωστη τούτη η αλήθεια στην γιαγιά του Λίνου. Μην της πάρει κάνεις την τελευταία πνοή ζωής πιο γρήγορα, μην της ξυπνήσει τον πόνο μιας ζωής, τις πληγές του δικού της αγώνα.

Η ψευδαίσθηση έφυγε γρήγορα. Η συνειδητοποίηση άγγιξε την κάρδια μας απότομα μα σκληρά, άκαρδη επίθεση σε μια κάρδια που τόσο επιθυμούσε την ζωή.
Χάθηκε απότομα η υλική διάσταση γύρω από μένα. Η κραιπάλη των συναισθημάτων, η πάλη της ψυχής μου, δυσφορείτε, εγώ και το κενό, εγώ και το τίποτα, εγώ και η αλήθεια σ’ έναν άνισο αγώνα, ο νικητής ήταν ήδη γνωστός.

Ο πειρασμός ήταν αβάσταχτος. Τον παρακολουθούσα με το κρυφό βλέμμα μου, φρίκη η άγνωστη η απόφαση, η σκέψη στριφογύριζε συνεχεία στο μυαλό μου, τι να κάνω, τι να κάνω...
Έπνιξε προσωρινά τον λυγμό του, ξεκουράστηκε με την παροδική ηδονή του τσιγάρου στα πνευμονια του, ανακίνησε το βαρύ κορμί του απ’ το περβάζι του μπαλκονιού και προχώρησε προς το μέρος μας.

Απόλυτη σιωπή ήταν η επικοινωνία μας. Τι να πεις στον άνθρωπο που βλέπει την ψυχή του να σβήνει, να ξεθωριάζει σε κάτι που δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να δει, κάνεις να νιώσει, εκεί δουλεύει πια η ανάμνηση, ο απολιθωμένος χρόνος του παρελθόντος, οι όμορφες στιγμές, οι συγκινησιακές στιγμές κεινης της αυλης διέγερσης του μυαλού, της ψυχής, η έκφραση τους στον σωματικό παλμό του ηδονικού πόθου, το ρίγος του κορμιού που γίνεται δάκρυ την στιγμή της αλήθειας. Η αλήθεια, ο πιο σκληρός αφέτης, ο πιο άκαρδος κριτής, η πιο διπλοπρόσωπη, ύπουλη ηθική αρχή της ζωής, απ’ αυτήν ξεκάνει η συνειδητοποίηση κάθε ψυχής, η πραγματοποίηση της στ’ ανθρώπινο μυαλό, η αρχή του τέλους κάθε ψευδαίσθησης και κάθε παρανοϊκής ευτυχίας.

Καπνίσαμε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Εκείνες τις στιγμές δεν ζούσα καθόλου, δεν ήμουν εκεί, δεν ήθελα να ήμουν παρών στον ξεφτίλισμα μιας ζωής, στον ξεφτίλισμα των ονείρων, κεινων των ευαίσθητων περιθωριακών ιδανικών των λίγων, των ελάχιστων σε τούτο τον κόσμο πουχουνε ανυψώσει την ψυχή τους σε μια διάσταση ιδιαίτερη, ακατανόητη στους πολλούς, σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται πιο ψηλά από τούτον, σε μια πραγματικότητα υπέρτατου ήθους, ανώτερης λεπτότητας, εξωπραγματικής ευαισθησίας.
Συνέχισα δειλά να τον βλέπω. Τον συμπονούσα, τον ένιωθα, μα τι ναλεγα σε μια ψυχή που έτρεχε να προλάβει την δική της ψυχή, σε μια καρδιά, σ’ ένα κόσμο που προσπαθούσε να δώσει πνοή στην δική του καρδιά. Πέταξα το τσιγάρο κάτω απ’ το μπαλκόνι, και προχώρησα μεσ’ το δωμάτιο του πονεμένου άσματος. Κάθισα δίπλα στα πόδια του Λίνου. Όλος ο Λίνος σ’ ένα βλέμμα απλανές, απροσδιόριστο, μακριά από κάθε συγκεκριμένη έκφραση, μοναδική έκφραση το αόριστο, το άπειρο, το τίποτα.
Έσβησα τον πόνο απ’ το πρόσωπο μου, τον πέταξα βαθειά μεσ’ την ψυχή μου, κι’ άρχισα να μιλώ. Να μιλώ με λέξεις άδειες, λέξεις κούφιες, ανούσιες, ν’ ακούει ότι είμαι εκεί, ότι εκείνη την στιγμή υπάρχω μόνο για κεινον, να καταφέρω κεινα τα σπασμένα απ’ την οδύνη χείλη να σχηματίσουν ένα χαμόγελο, μια ανακούφιση απ’ το τίποτα, την ηρεμία της ψυχής την στιγμιαία και την πολύτιμη. Ο βραχνας της αρρώστιας είχε καταπλακώσει το κορμί του, πηγή του πόθου, του ονείρου, πηγή ηδονής και οργασμού, ανάμνηση στο βωμό της αιωνιότητας, της σπάνιας, της κοινής κατανόησης.
Η ομορφιά είχε γίνει πόνος, έκκληση βοηθείας σ’ ένα πρόσωπο σημαδεμένο, θεατρική έκφραση της προσωπικής του τραγωδίας.

Η δύναμη μου μ’ εγκατέλειψε. Γύρισα το κεφάλι απεγνωσμένα αναζητώντας διέξοδο. Κοίταξα την μάνα, την τελευταία ώθηση της ζωής του, τελευταία και πρώτη δύναμη η ιστορικότητα τούτης της ζωής μας. Στεκόταν δίπλα μου αγέρωχη, ζωντανή, μια υπερφυσική ώθηση της έδινε δύναμη ζωής, ενέργειας, η μανά του, αρχή και πηγή της ζωής του.
Μιλήσαμε για λίγο, την ένιωσα στιγμιαία δικια μου μανά. Παρέδωσα την θέση μου στην Νάγια και στον Δημήτρη, και ξανάφυγα για την λύση της απόγνωσης στο μπαλκόνι.
Τα φύλλα των δέντρων ακίνητα, σοβαρά, όλα κοίταζαν εμένα, αμέτρητα μάτια πάνω μου, παράξενο, σκέφτηκα, μονό απέναντι στα στοιχειά της μάνας φύσης δεν νιώθω ντροπή για την γύμνια μου. Μάτια που με διαπερνούσαν κι’ έφταναν στο κρεβάτι του Λίνου. Όλη η φύση μαζί του, όλη η ανθρωπότητα μαζί του, αυτή σαν Διγενής κατέβαινε μαζί του στα μαρμαρένια αλώνια για την τελευταία μάχη. Κι’ φύση ακίνητη, αποφασισμένη, θαρραλέα και φοβισμένη. Έτοιμη για την τελευταία θυσία στο βωμό του ψεύτικου ονείρου, έτοιμη για την είσοδο στην οδό της αιωνιότητας.

Καμία πνοή άνεμου κάτω απ’ το υποβλητικό φως του δειλινού. Με παραξένεψε πόσο ήρεμα μπορεί να τελειώσει μια μέρα, πόσο αρμονική μπορεί νάνε η αρχή της νύκτας, τόσο αντιθετική με το σούρουπο της ανθρώπινης ψυχής, ένας υπέροχος χορός της ηρεμίας με τον τρόμο.
Ο ουρανός απέραντος δεχόταν το χάδι του δειλινού, τα χρώματα χόρευαν το δικό τους τελευταίο ταγκό, και κλείνοντας τα μάτια δεκτικά την απόφαση να γυρίσουμε στο σπίτι παθητικά, νιώθοντας ηττημένος, αδύναμος ν’ αντιδράσω διαφορετικά.
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Πρόλογος

"Τούτες τις πέτρες τις εσηκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου…"
Γ. Σεφέρης

Είναι φόρες που 'μαι σκλάβος γιατί νομίζω πως η αθωότητα μου μ'εχει εγκαταλείψει γνωρίζοντας την ασκήμια του κόσμου, του ανθρώπου, είναι ο άνθρωπος τελικά ο εφιάλτης της φύσης, κι η ψυχή του κι'οχι τίποτα άλλο.
Γυρεύω άλλες τόσες φόρες την ελευθερία μου μέσα στην χαμένη μου αθωότητα, αυτήν που εγώ νομίζω ότι έχασα, κι' είναι άλλες φορές που νιώθω, γιατί είμαι ουσιαστικά, ελεύθερος, σε στιγμές αναλαμπής από τούτον τον μακρύ αγώνα.

Κι'ειμαι ελεύθερος γιατί μετά από βουνά και γκρεμούς, μετά από αβύσσους και τρικυμιώδης ωκεανούς, όλη η ιστορία μου, μου απόδειξε ότι είμαι αθώος, και συνάμα ελεύθερος, ότι η ψυχή μου είναι αγνή, μ'ολα της τα ερωτηματικά, ήταν δύσκολος ο δρόμος προς την αναγνώριση και την επιβεβαίωση, ο δρόμος δεν τελειώνει ποτέ, απλά συνεχίζει και συνεχίζει, τόσο όσο το μυαλό ψάχνει και αναλογίζεται, ρωτά και προβληματίζεται, είναι μεγάλος ο αγώνας της αναγνώρισης του ανθρώπου, της δικής του ψυχής, και συνάμα της ψυχής της αγάπης, να γνωρίσει κάνεις τούτη την ψυχή του ερώτα είναι ο πιο δύσκολος αγώνας στη ζωή που μας έδωσε ο Θεός, μόλις γνωρίσουμε την ύφη του ερώτα, μιλώ πάντα για την ουσία της υφής κι' όχι για το ιδρωμένα κορμιά της επόμενης στιγμής, αρχίζει η γνωριμία μας με τον Θεό, η σχέση μας μαζί του, μια σχέση αγάπης και μισούς, που θα μας κατατρέχει μια ολόκληρη ζωή.
Γιατί Θεός δεν είναι οι θεοφοβούμενες, υποκριτικές πράξεις που μαθαίνουμε στο σχολειό, άβουλοι δέκτες αρρωστημένης ηθικής, Θεός είναι η συμφιλίωση και η γνωριμία με την ψυχή μας, η αποδοχή της αλήθειας μας, μέσα από την οποία ξεπηδά και η ουσιαστική αγάπη για τον άλλον, όχι κεινη η αγάπη που γαντζώνεσαι από τους ώμους της ψυχής του προσπαθώντας να βρεις αποχετευτικό για τα συμπλέγματα, τις ανασφάλειες και τις κακίες που κουβαλάς, κάνοντας τον άλλο κτήμα σου, είναι ποτέ ο Θεός κτήμα κανενός?

Ήταν (είναι?) δύσκολος ο δρόμος της επιστροφής στην αθωότητα, μονό έτσι όμως μπόρεσα και μπορώ να νιώθω την ελευθερία, είναι σαγηνευτική η αθωότητα στην ωριμότητα, κάνεις δεν μπορεί πια να σε βιάσει ψυχικά, η ουσιαστική αθωότητα είναι η πιο αποτελεσματική άμυνα στην ιδιοτέλεια του απωθημένου.

Κάνοντας σε κάποιες στιγμές ανυποψίαστες κάποιες αναδρομές στο παρελθόν, μου'ρχονται σκηνές από την απόμακρη παιδική μου ζωή, που δεν μπόρεσα ακόμα να καταλάβω αν ήταν προμηνύματα της ουσιαστικής μου ζωής η αν ήταν απλά, τυχαία γεγονότα, χωρίς σημασία. Νομίζω ότι είναι περισσότερο η επιβεβαίωση μιας διαίσθησης που χαρακτήρισε την πορεία μου, και μιας βαθύτερης επιβεβαίωσης, η καλύτερα επισφράγισης, τούτου που ένιωθα από μωρό παιδί ότι είμαι, επιβεβαιώνοντας το, εικοσιεφτα χρόνια μετά, όταν πρώτα υποσυνείδητα, κι' ύστερα συνειδητά, άρχισα μια σειρά αυτών που εγώ ονομάζω επαναστάσεις στην ζωή μου.

Πριν θυμηθώ τα γεγονότα είναι χαρακτηριστικό να σημειώσω ότι από τον καιρό που θυμάμαι με γοήτευε το διαφορετικό, αυτό που ήταν έξω από νομιζόμενα, το επαναστατικό, με σαγήνευε, μου δημιουργούσε διψά για ζωή και άθλους.

Η μανά μου ήταν μια επαναστάτρια, τούτο το αντιλήφτηκα, στην εφηβεία μου όταν πηρέ χαρακτήρα η αγάπη μου γι'αυτην ξεφεύγοντας από την ενστικτώδη σύνδεση και τα οιδιπόδεια δίκτυα. Όταν παρατάς μια συντηρητική κοινωνία και οικογένεια, όταν αποποιείσαι την τυρρανια και τον ζυγό, τα βροντάς και φεύγεις σε μια εποχή που δεν τολμάς να πεις δυνατά ότι υπάρχω, είναι για μένα αυτό επανάσταση. Επαναστάτησε η μανά μου κι' έφυγε απ'την Ελλάδα του εξήντα, για να καταλήξει στην καινούργια κοινωνία της Κύπρου, με μια καινούργια ζωή. Κάθε επανάσταση δεν καταλήγει σίγουρα καλά, πόσα ιστορικά παραδείγματα μπορώ να θυμηθώ πάνω σε τούτο, σημαντικό είναι το τόλμημα, κι' ας είναι ο θάνατος αργός και οδυνηρός, τουλάχιστον αυτόν τον έχεις διαλέξει, δεν σε σκοτώνει ο άλλος με το έτσι θέλω, αλλά εσύ τον εαυτό σου με δική σου επιλογή, έστω κι' αν δεν ξέρεις ότι έχεις διαλέξει έναν άλλο θάνατο απ'αυτον που ζούσες μέχρι εκείνη την στιγμή.

Θυμάμαι στα τρία η τέσσερα μου χρόνια, τόσο θαμουνα, μια σκηνή που υποσυνείδητα δεν φθάρηκε ποτέ μες' το μυαλό μου, έγινε συνειδητή όταν πια επαναστάτησα συνειδητά τούτη την φορά στα εικοσιεφτα μου. Ήμουν στο κρεβάτι με τον πατερά μου, μου έπαιζε η μάλλον εγώ έπαιζα μαζί του, δεν είχε ποτέ την ελευθερία ο πατέρας μου να μας παίξει σαν παΐδια, είμαστε πάνω στο κρεβάτι, καλοκαίρι ήταν, με τα εσώρουχα, και προσπαθούσα να ανακαλύψω το κορμί που φαινόταν, ταυτόχρονα όμως προσπαθούσα να δω τι έκρυβε το εσώρουχο του, τι ήταν εκείνο που έπρεπε να κρυφτεί, και θυμάμαι ότι προσπαθούσε να αποφύγει τούτη την περιέργεια μου, μέχρι που μου φώναξε έντονα και κρύφτηκα στο καβούκι μου. Για χρόνια το είχα ξεχάσει τούτο το περιστατικό, μέχρι που έπρεπε να αναζητήσω κάπου κάποιες αρχές και κάποιες απαντήσεις.

Στην ζωή μου αντιμετώπισα πάντα δυο μεγάλα ερωτηματικά, δυο προβλήματα ίσως, που με κατάτρεχαν έντονα, και ίσως μέχρι σήμερα να με κυνηγούν, όχι όμως τόσο έντονα όσο πιο παλιά. Το ένα ήταν (είναι) ότι δεν ένιωσα ότι υπήρξα σαν νέος η σαν παιδί, και το άλλο ότι δεν υπήρξα σαν ένας όμορφος νέος, όμορφος σαν αυτούς που βλέπεις στα περιοδικά και στην τηλεόραση και σου ξυπνούν την ναρκισσιστική σου φύση, την νοσταλγία μια ανύπαρκτης ομορφιάς και γοητείας, η γοητεία είναι μια από τις αγαπημένες μου λέξεις, χαρακτηρίζουν όλη την ερευνά για την τέλεια ύπαρξη, την άψογη. Κατ' ακρίβεια, υπήρξα σαν νέος και σαν παιδί στις λανθασμένες όμως χρονικές στιγμές, όταν πια ενηλικιώθηκα και βάδιζα την τρίτη δεκαετία της ζωής μου, και υπήρξα, η μάλλον υπάρχω σαν ένας όμορφος νέος τώρα που περπατώ την αρχή της τέταρτης δεκαετίας μου. Είμαι τριάντα χρονών, και μόλις τώρα κατάφερα να κατακτήσω αυτό που οι κοινωνικές προδιαγραφές προστάζουν σαν ομορφιά με το γυμνασμένο κορμί, το ενδιαφέρον πρόσωπο που λέει πολλά χωρίς να μιλά, αν και εγώ μιλώ πολύ γιατί είναι η διέξοδος μου από την αμηχανία που νιώθω πολλές φόρες καθώς προσπαθώ να κατακτήσω τον άλλο, συγκεκριμένα καθώς προσπαθώ να κάνω τον άλλο να μην με απορρίψει, η απόρριψη είναι ένα στοιχειό που δεν έχω συμφιλιωθεί ακόμη, δεν ξέρω αν θα καταφέρω, είναι κάτι δύσκολοo, απάνθρωπο να απορρίπτεις τον άλλο, κι' όμως σε κάθε στιγμή κάτι απορρίπτουμε, κάτι διώχνουμε μακριά μας, είναι αναπόσπαστο στοιχειό της ζωής μας.

Δεν είμαι εντελώς προσαρμοσμένος στις τέλειες προδιαγραφές της σημερινής ομορφιάς, τις πλησιάζω, και είναι πιο εύκολο όταν ειδικά θέλεις να καταλήξεις στο κρεβάτι κάποιου για μια νύκτα, γιατί δεν σε θεώρει εντελώς απρόσιτο, συνάμα όμως δεν σταματά να σε θεώρει κατάκτηση, επίτευγμα η ακόμα και άθλο. Όποτε συνεπάγεται ότι ο άγνωστος της νύκτας την επόμενη το πρωί μάλλον δεν βλέπεται, και συ θέλεις να φύγεις τρέχοντας από το κρεβάτι εκείνο της παροδικής ηδονής πριν αρχίσεις να κτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, τους όμορφους της νύκτας είναι καλύτερα να μην τους βλέπεις με το φως της μέρας, είναι άλλη η αλήθεια τους. Εκεί ακριβώς συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι τελεία όμορφος γι' αυτό και σου την πέφτουν οι μέτριοι, και σε τούτο το σημείο ξαναζείς εντατικά μια κρίση ταυτότητας.
Αυτές ήταν οι απόψεις που είχα μέχρι πρόσφατα, γιατί ζούσα σε μια διάσταση ανασφάλειας και μετεωρισμού, όμως έχω αρχίσει να αλλάζω δραματικά, σε βαθμό που φοβάμαι ότι την αλλαγή δεν μπορώ να την ελέγξω.

Εικοσιτρία χρόνια πριν, έφυγα για την Ελλάδα σε μια απελπιστική φυγή από τον πόλεμο της Κύπρου. Η μάνα μου έπρεπε να με αφήσει πίσω της, και τον αδελφό μου κάπου αλλού για κάποιους μήνες μέχρι η κατάσταση στην Κύπρο να σταθεροποιηθεί. Επιστρέφοντας πίσω στο νησί, για χρόνια μου ερχόταν η σκηνή στο μυαλό μου που την αποχωριζόμουν. Ήξερα ότι το πλοίο που την έπαιρνε μακριά έφευγε κιόλας για κεινο το μακρινό του ταξίδι, και μόλις το συνειδητοποίησα, ήμουν οκτώ χρονών τότε, μ'επιασε κλάμα γοερό και ασταμάτητο, δεν ένιωθα ότι με πρόδιδε, ποτέ δεν τονιωσα αυτό για την μανά μου, ακόμα κι'οταν κατάλαβα ότι η αγάπη της ήταν σε κάποιες στιγμές καταπιεστική, πολλές φόρες ασφυκτική, δεν τονιωσα, ένιωθα ότι την έχανα γιατί έπρεπε, κι' από τότε μίσησα τα οποιαδήποτε πρέπει στην ζωή μου, τίποτε δεν πρέπει αν δεν σου αρμόζει, η ελευθερία είναι βασικό στοιχειό της καταξίωσης.

Ο πατέρας μου ζούσε με τους μύθους του, σ'εναν κόσμο που δεν υπήρχε παρά μονό στο μυαλό του γιατί έπρεπε να επιβιώσει, σαν τα παΐδια που ζήσαμε στους δικούς μας μύθους για να βλέπουμε τον κόσμο πιο όμορφο, το όμορφο είναι ιδανικό, μα η αλήθεια του κόσμου είναι το κάθε τώρα, και προσπάθησα από τον καιρό την εφηβείας μου να μην ζήσω άλλο πια με μύθους. Είναι επίσης δύσκολο ο δρόμος του ρεαλισμού, όμως είναι πιο συγκεκριμένος, πολλές φόρες και σήμερα ακόμα ζηλεύω εκείνους που ζουν με τους μύθους τους γιατί η ζωή τους είναι πιο ρόδινη, από ψυχικής άποψης τουλάχιστον, και κοινές τις φόρες που λυγίζω εύχομαι ναχα την δική μου μυθολογία. Αντ'αυτου ανάπτυξα μια δική μου φιλοσοφία πολύ ρεαλιστική, πολύ σκληρή, την χαρακτηρίζει ο κυνισμός και η εποικοδομητική είρωνα, και είναι δύσκολη τούτη η ιδεολογία να σε συνοδεύει στον αγώνα της επιβίωσης σου, όμως είναι συνάμα ενεργεία και ώθηση ζωής.

Σε τούτη την ιδεολογία βασικός λίθος ήταν η ύπαρξη της μάνας και του αδελφού μου. Σκληρός και κυνικός, καθόλου δειλός, σημάδεψε τον τρόπο σκέψης και αίσθησης μου, έγινε ο φάρος του προσανατολισμού μου και της πορείας μου, αν και πολλές φόρες δεν συμφωνεί με την δική μου Weltanschauung. Δεν συμφωνεί όμως γιατί βλέπει την ριψοκίνδυνη όψη της δικής του πλευράς, καθώς γνωρίζει συνειδητά τον κίνδυνο και δεν θέλει να φλερτάρει μαζί του, σ' αντίθεση με μένα που ίσως συνειδητά να μην έχω ακόμα καταλάβει τι είναι κίνδυνος και ερωτεύομαι πάντα την γοητευτική του όψη.

Η δυσκολία της συνειδητοποίησης άρχισε στην παιδική μου ηλικία, όσο παιδική κι' αν μπορούσε ποτέ να ήταν, καθώς οι άλλοι έβλεπαν σ' εμένα στοιχειά που εγώ δεν καταλάβαινα. Ότι ανακάλυψα το ανακάλυψα μόνος μου, γιατί κάνεις δεν μουλεγε και κανένα δεν ρώτησα ποτέ. Απαραίτητος δεν ήμουν ποτέ σε κανένα, σε καμία παρέα, μυστικά ήξερα πολλά, απόλυτη εμπιστοσύνη όμως σπάνιες φόρες, όχι ποτέ, αλλά σπάνιες, ήμουν από κεινους που μάλλον είχα στο πρόσωπο ζωγραφισμένο ένα μυστικό μιας ζωής που δεν την ήξερα, αλλά φόβιζε τους άλλους αυτό το άγνωστο, και έτσι δεν μιλούσα, για να μην μου μιλήσουν. Στα παιδικά παιγνίδια, στο σχολειό, ζούσα πολλές φόρες την κακία τους, όχι με ξύλο η με μπουνιές αλλά με τα λόγια τους, κι'οταν ήμουν μόνος πνιγόμουν στα δάκρυα, αναρωτιόμουν δυνατά το γιατί μεσ'τα αναφιλητά μου, και δεν είχα κανένα να μου πει το γιατί, φοβόμουν και να ρωτήσω, γιατί ήξερα ότι όλοι θα μουδιναν μια λύση που δεν θα μπορούσα να εφαρμόσω. Ζούσα στα όνειρα και στην μοναξιά μου, έβρισκα την ελευθερία μου στους μύθους μου. Στενοχωριόμουν τα περισσότερα χρόνια για την μοναξιά που ζούσα, νόμιζα ότι έφταιγα, αλλά δεν ήξερα πως να αλλάξω, δεν με καθοδήγησε κάνεις στην μεγάλη, μοναχική μου πορεία, ήμουν ο μοναχός εξερευνητής της ψυχής και του μυαλού μου. Όταν πάρα πολλά χρόνια μετά κατάθεσα την αλήθεια μου, όλοι άρχισαν να μου μιλούν, σάμπως έφυγε ο φόβος από πάνω τους, μα τότε αντιλήφτηκα ότι δεν τους ήθελα, δεν μου ήταν πια απαραίτητο, είχα γευτεί ήδη τον πρώτο Γολγοθά.

Εκείνο που ακόλουθη δεν είναι βιογραφία, δεν πιστεύω στους απολογισμούς, είναι απλά οι προβληματισμοί μου, δοσμένοι σαν μια μυθική πορεία, στην αναζήτηση μου για ταυτότητα, όχι λιμάνι, το μοναδικό λιμάνι που περιμένει τον καθένα μας είναι η στιγμή που το σώμα μας γίνεται ξανά ένα με την γη, και η ψυχή μας πάει μ'ολο το βάρος της ζωής μας στον προορισμό της.
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,