Ψυχές και Σώματα

Souls and Bodies

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

Έφτασα στην Κολωνία όταν είχε πια βραδιάσει, όταν η μεγαλούπολη άρχισε την συνέχεια της ζωής της στην σκοτεινή διάσταση κάτω από το λαμπερό ηλεκτρικό φως του ψέματος. Κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο, στα κόκκινα φανάρια του δρόμου, το κρύο με είχε διαπεράσει αμέσως. Διασταύρωσα τον δρόμο βιαστικά και με γοργό βήμα και φόβο προχώρησα, εξερευνώντας το πίσω μέρος του σταθμού όπου βρισκόμουν, προσπαθώντας να βρω την είσοδο, το κατάστημα με τ’ άνθη που θα τον συναντούσα, για να με πάρει χέρι χέρι στον ξένο κόσμο, τον άγνωστο, στο ιδανικό και στον θάνατο.

Συνέχισα τον δρόμο μου φοβισμένος, πολύ αναστατωμένος. Σαν άπειρος, αντιμέτωπος πρώτη φορά με κάτι εξωπραγματικό, κάτι αναληθές, προχώρησα στην είσοδο του σταθμού. Πήγαινα ν’ αντιμετωπίσω μιαν αλήθεια του κόσμου τούτου, πραγματικότητα και καθημερινότητα, μα συνάμα πήγαινα να βρω την αλήθεια μου, και βαθειά μέσα μου τούτο τοξερα, ότι πήγαινα να κοιτάξω σ’ έναν καθρέφτη που χρόνια τώρα τον είχα σκεπάσει με την σκόνη και την ομίχλη του μυαλού μου, τον είχα εξουδετερώσει με έναν άνισο αγώνα, αγώνα με την θλίψη και την μοναξιά, ποια απ’ τις δυο θα νικήσει δεν ήξερα μέχρι τότε, έβλεπα όμως τον καθρέφτη από κεινο το βραδύ σιγά σιγά να καθαρίζει, και να αντανακλά φως, ένα αμυδρό μα έντονο φως, στην άκρη του γκρεμού που είχα αράξει για να ζήσω.

Αμέσως τον κατάλαβα. Στεκόταν κι’ ατένιζε κουρασμένα τον διάδρομο προς τις πλατφόρμες του σταθμού, έχοντας ολοκληρωτικά ξεχάσει ότι θ’ ερχόμουν με αυτοκίνητο. Οι σταθμοί πάντα με συγκινούσαν, μου κρατούσαν συντροφιά στην φαντασία μου, στην ανάμνηση μου, ήταν πηγή πικρών αποχαιρετισμών, πικρών, ακράτητων δακρύων, διαβατήριο προς την μοναξιά μου, αναχώρηση από πρόσωπα αγαπημένα, από ανθρώπινη ζεστασιά, από σημεία αναφοράς. Μα ήταν συνάμα και ανάμνηση από κάποιο ταξίδι, απόδραση από την μοναξιά, έστω και παροδική, απόδραση σε εικόνες εξωτικές, σε εικόνες ζωντανές, ένιωθα ότι πέθαινα στο κάθε μέρα του Άαχεν, και κάθε ταξίδι ήταν ζωή, σαν ζωή, σύντομο και ψεύτικο.

Σφύριξα σιγά, σχεδόν ψιθυριστά σαν σινιάλο, κι’ αμέσως γύρισε προς το μέρος μου. Δεν ήξερα το ένιωθα την στιγμή εκείνη που τον αντίκρισα. Τώρα ξέρω, μου έγινε πια ξεκάθαρο, τότε όμως βρισκόμουν συγχυσμένος σε μια διάσταση που δεν ήταν προσδιορισμένη, τίποτα δεν μπορούσα να ορίσω με σιγουριά. Τότε το μονό που ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό μου, ήταν ο βαρύς ρόλος που ανάλαβα για κεινο το βράδυ, ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω όλες τις δυνάμεις που είχα για το ελάχιστο αποτέλεσμα που θα πρόεκυπτε, εκείνο το βραδύ έπρεπε να σταθώ πάνω από όλους τους ανθρώπους, πάνω από το δικό μου χάος, πάνω απ’ την γη και να δώσω ότι είχα στην ψυχή μου, έστω και για ένα λεπτό ζωής.

Αγκαλιαστήκαμε αμέσως, σχετικά θερμά για το χρονικό διάστημα που γνωριζόμαστε, χαιρετιστήκαμε, ανταλλάξαμε τα πρώτα τυπικά λόγια, κι’ ακολούθως πήραμε έναν δρόμο με άγνωστη κατεύθυνση. Αμέσως όμως θυμήθηκε ότι εγώ δεν ήξερα καθόλου την Κολωνία, ότι ποτέ δεν είχα γνωρίσει την έκφυλη εκείνη πόλη στο βασίλειο της νύκτας. Σταματήσαμε κι’ εισηγήθηκε να πάμε στο μπαράκι κάτω από τον σταθμό, στην παλιά αίθουσα αναμονής. Δεν μπορούσα να εκφέρω γνώμη, ήταν σχετικά αδιάφορο, τον ακλούθησα στο μπαρ της επιλογής του.

Ήταν από τα μπαράκια που είχαν στυλ, αν και το κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν έφυγα από την Κολωνία. Μια ανακαινισμένη αίθουσα αναμονής με ξύλινο πάτωμα και νεοκλασικές με γύψο ντυμένες κολώνες, οι οποίες τελείωναν σε θόλους που κι’ αυτοί κατέληγαν στους μπεζ τοίχους. Τα φωτά στον ίδιο ρυθμό της ίδιας εποχής, στην μέση της αίθουσας ένα πολύ επιβλητικό μπαρ, ημιστρογγυλο, μεγάλο και πλούσιο, ένα μπαρ από το όποιο ξεκινούσε όλη η ζωή του Alte Wartesaal.

Ένα μέρος που πλησίαζε πολύ την εικόνα της φαντασίας μου, όταν κάποτε, πριν από χρόνια έφτιαχνα όνειρα, συνεπαρμένος από την δουλειά μου στο μπαράκι της Tangente, για ένα δικό μου μέρος, για ένα δικό μου μπαρ, αποκλειστικό, που να με εκφράζει, να εκφράζει τα όνειρα τα φθηνή της περιθωριακής μου απασχόλησης, σε μια εποχή που η ζωή μου είχε αλλάξει εντελώς πρόσωπο και χρώμα, καθώς είχα πετάξει στο περιθώριο την φοιτητική μου ταυτότητα και ζούσα την ολοκλήρωση του χαρακτήρα μου στην ξεχασμένη μπύρα και στην φθηνή σαμπάνια. Τότε ακριβώς ένιωσα την είσοδο και την αποδοχή μου στην γερμανική, φοιτητική κοινωνία, γνωρίζοντας την γερμανική νοοτροπία και τρόπο ζωής σ’ ένα περιβάλλον ψεύτικο, όπου η ευθυμία που επικρατούσε και ο απελευθερωμένος τρόπος ζωής ήταν ουτοπικά, στοιχεία μιας φθαρμένης ψυχικής αβύσσου, κάτω από μια μουχλιασμένη επιφάνεια.

Κοντοσταθήκαμε λίγο στην είσοδο, αφήσαμε το βλέμμα μας να περιπλανηθεί στην μεγάλη αίθουσα, πολύς ο κόσμος, πολύς ο θόρυβος, τίποτα δεν ακουγόταν, θόρυβος και ησυχία ένα με το μυαλό μας. Βρήκαμε ένα τραπέζι διπλά από το μπαρ, σε ανυψωμένο επίπεδο. Καθίσαμε και οι δυο κουρασμένοι, ο καθένας για δικούς του λόγους. Παραγγειλαμε τα ποτά μας, πρώτη φορά παράγγελλα αλκοόλ μετά από τόσες εβδομάδες. Έβγαλε το δερμάτινο του σακάκι κι’ έμεινε με το γκρίζο του πουκάμισο, ανοικτό στο λαιμό, με τα μανίκια τρεις φόρες γυρισμένα προς τα πάνω. Δεν μπόρεσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του. Ένας μικρός Θεός μπροστά μου, τότε άρχισα αμυδρά να καταλαβαίνω πιο καλά, τότε άρχισα να μπαίνω πιο βαθειά στο νόημα του μαγνητισμού, εκείνου του μυστήριου της διαπροσωπικής έλξης.

Ο μπάρμαν ήρθε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο φέρνοντας μας τα ποτά που παραγγέλλαμε, μας ρώτησε αν επιθυμούσαμε κάτι άλλο, απαντήσαμε αρνητικά κι’ απομακρύνθηκε, κι’ εγώ πρόσεξα με θαυμασμό το σκουλαρίκι που φορούσε, ακόμα ένα απραγματοποίητο όνειρο μου, ακόμα ένα στα τόσα πολλά όνειρα μου, που ‘ναι πνιγμένα και τα γνωρίζει μονό η ψυχή μου, ούτε εγώ καλά καλά.

Η συζήτηση άρχισε με θέμα τον Λίνο. Ήταν φανερά ταραγμένος, φανερά εξαντλημένος, όλες οι βάσεις της ζωής του, ολόκληρα τα θεμέλια του ήταν συνταραγμένα, σχεδόν μετέωρα. Η έκφραση του πρόσωπου του έγινε σκληρή από τον πόνο την οδύνη της ψυχής του. Τα φρύδια του συνοφρυώθηκαν ανεπαίσθητα, τα σαρκώδη του χείλη, χλωμά και ξηρή προσπαθούσαν να δώσουν χρώμα ζεστασιάς σε τούτη την σκληρή περιγραφή.

Έσφιξα την ψυχή μου και άκουγα. Σχεδόν αδιάφορος με ανέκφραστο ύφος άκουγα, άκουγα γι’ αυτα που κανείς δεν έπρεπε να ξέρει. Ο σπαραγμός του ήταν διακριτικός μα έντονος. Για λίγες στιγμές έμεινα αδρανής, δεν ήξερα πια τίποτα, δεν ήξερα τον χρόνο, τον τόπο, ήταν άλλη η διάσταση μου, άγνωστη. Η συζήτηση γύρισε στον εαυτό μου, Δύσκολος και τούτος ο ρόλος.

Του είπα για την ζωή μου, την αδιάφορη, και την μονότονη, την ρουτινιάρικη, την δειλή ζωή μου την μικρή και την μέτρια. Του εξήγησα ότι γεννήθηκα στην Αμμόχωστο, σε μια εποχή που η πόλη βρισκόταν στα σπάργανα της, στην αρχή της αποθέωσης των θρυλικών χρόνων της δεκαετίας του εξήντα, μα όταν άρχισε η παιδική μου συνειδητοποίηση, έφυγα στην παρακμή του εβδομήντα. ‘Κείνη η πόλη, αν και δεν την γνώρισα σχεδόν καθόλου, άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή μου. Ήταν μια πόλη που έσφυζε από ζωή, όπου τα παΐδια των λουλουδιών έζησαν αξέχαστες στιγμές, και που σημάδεψαν με την παρουσία τους τον θάνατο της πόλης που ήρθε με τον πόλεμο.

Με παρακολουθούσε προσεκτικά και αφηρημένα συνάμα. Συνέχισα την αφήγηση μου εξηγώντας ότι μετά τον πόλεμο πήγα στην Ελλάδα για λίγους μήνες στο δημοτικό σχολείο. Οι γονείς μου φοβηθήκαν την κατάσταση στην Κύπρο, η Χούντα προχώρησε με το πραξικόπημα, ήρθε η εισβολή, και μαζί της έφυγε το όνειρο της ύπαρξης μας.

Γίναμε προσφυγές στην ίδια μας την πατρίδα, η μανά μου ξεσπιτώθηκε για δεύτερη φορά, η πρώτη ήταν τότε που ‘ζησε την επανάσταση της, φεύγοντας από το σπίτι της, από την Ελλάδα, φεύγοντας από την καταπίεση, την δυστυχία του σπιτιού της, απ’ τον συνεχή ξυλοδαρμό και την πικρά που ζούσε στο κάθε μέρα για είκοσι δυο ολόκληρα χρόνια, δραπετεύοντας απ’ την ίδια της μανά που δεν ήταν μανά γι’ αυτήν, ολόκληρη η ελληνική ιστορία ήταν η μανά της.

Κυνηγημένοι, καταφύγαμε στο νότιο μέρος του νησιού, αναζητώντας μια καινούργια αρχή στην οικογενειακή μας ζωή, που ποτέ δεν θα’ ταν η ιδία, δεν ήταν ποτέ το όνειρο που ζούσα στα παιδικά μου χρόνια. Φοβισμένοι οι γονείς μου από τον πόλεμο, έστειλαν εμένα και τον αδελφό μου στη Ελλάδα, στο καταφύγιο της ελληνικής μας ρίζας. Οι αναμνήσεις της Ελλάδας είναι μέσα μου ολοζώντανες. Ο πόνος του χωρισμού από την μανά μου, η πρώτη αίσθηση μοναξιάς και εγκατάλειψης, τα πρώτα δυστυχισμένα δάκρυα, ο χωρισμός ο απάνθρωπος από τον αδελφό μου στην εξορία του νησιού του εγκαταλειμμένου στα έγκατα του Αιγαίου. Ήταν ίσως δύσκολο στα χρόνια που ακλούθησαν να το συνειδητοποιήσω, όμως κεινες οι μέρες σημάδεψαν την ψυχή μου, νιώθοντας στα τόσο πρώιμα χρόνια της ζωής μου την σημασία, την ένταση της μοναξιάς, την παραίσθηση της ορφάνιας. Η συγκίνηση μου ήταν φανερή.

Στα χρόνια που ακλούθησαν η Κύπρος ήταν δύσκολη. Η προσαρμογή ήταν σκληρή για ένα παιδί που ζούσε το όνειρο του, τον πόνο της σκληρής του ανάμνησης, την θύμηση της μοναξιάς μέσα σε μια κοινωνία που προσπαθεί να αναρρώσει από τον εφιάλτη ενός πολέμου. Εκεί ήταν ολοζώντανη η φτώχεια, η στέρηση, η έντονη θλίψη της ανάμνησης, ο πόνος των γονιών για τα χαμένα στοιχειά της ζωής τους, ο μετεωρισμός, η αμφιβολία στον χρόνο που περνούσε παθητικά.

Στα χρόνια της εφηβείας άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου, την προσωπικότητα μου διαμορφώνοντας την μέσα από την μανία του αθλητισμού, το όνειρο κάθε έφηβου να γίνει αναγνωρισμένος αθλητής, το όνειρο μου. Μέσα από το όνειρο άρχισα να βρίσκω την αλήθεια μου, την δίκια μου ολοκλήρωση. Όλη μου η ζωή ήταν η κολύμβηση, όλες μου οι σκέψεις, όλο μου το είναι. Άρχισε η ψευδαίσθηση της καριέρας, της αναγνώρισης, μαζί με αυτά ήρθε η υπεροψία, ο εγωκεντρισμός, η θεωρία της κοινωνικής ανωτερότητας, κεινο το πλανητικό αίσθημα του ναρκισσισμού, εκείνη η απατηλή εικόνα του Εγώ. Αν τα κατάφερα? Τούτη ήταν η ερώτηση που έθετα πολλές φορές στον εαυτό μου, χρόνια μετά. Τάχα καταφέρει τόσο καλά, που όταν ήρθε η στιγμή της Θειας δίκης τσακίστηκα μέσα σ’ ένα σκοτεινό ψυχικό λαβύρινθο, έμεινα μετέωρος, γεμάτος συγκρούσεις και αμφιβολίες, εξαντλημένος, βρίσκοντας τον εαυτό μου στην Γερμάνια μ’ ένα ηθικό χρέος, υπέρτατο όλων – να πάρω την ζωή μου στα χεριά μου, ν’ αρπάξω την μοίρα μου από τα μαλλιά και να την εξουσιάσω εγώ, όχι αυτή εμένα.

Τέλειωσα την αφήγηση μου, αναστατωμένος, εξηγώντας του έτσι το γιατί κατέληξα στην Γερμάνια, δίνοντας του έτσι μια άποψη που δεν ήταν γνωστή η φανερή, αυτή ήταν η προσωπική μου εξήγηση, αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας ζωής που μονό εγώ ήξερα και έβλεπα την Γερμάνια σαν εξορία τιμωρίας και εξιλέωσης. Ένιωθα το κόκκινο της ντροπής να με περιτυλίγει. Από την αφήγηση μου έλειπε ένα μικρό, σημαντικό κενό, ίσως το πιο σημαντικό απ’ ολα, η ουσία όλων εκείνων των συγκρούσεων, των αμφιβολιών, του μετεωρισμού. Τούτο το κενό ήταν η δική μου ντροπή, το δικό μου μυστικό, η ιερή μου αμαρτία. Δεν τον άφησα να μιλήσει πάνω σ’ αυτο.. Κατά κάποιο τρόπο ένιωθα ότι το βλέμμα του με διαπερνούσε, μ’ έναν τρόπο που δεν καταλάβαινα τότε, μ’ ένα τρόπο που καιρό μετά, χρόνια, θα μάθαινα ότι είναι έμφυτος σε ανθρώπους σαν αυτόν, σαν εμένα, σαν όλους αυτούς που ζουν στο κοινωνικό περιθώριο. Έβλεπε την ψυχή και την σκέψη μου ολόγυμνες και ντροπιασμένες.

Του είπα ότι έπρεπε να ‘ναι δυνατός, ότι δεν είχα ξαναδεί άτομο με τέτοια δύναμη, με τόση υπομονή και αγάπη να συμπαραστέκεται στον φίλο του. Κι ήταν αλήθεια, γι’ αυτά που ήξερα μέχρι τότε, γι’ αυτά που είχα μάθει μέχρι τότε στην ζωή μου, ήταν αλήθεια αυτά που τούλια, δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να εκφράσω τέτοια λόγια ιδανικά μπροστά σ’ έναν άνθρωπο, η ντροπή που ‘νιωθα να μιλώ με την ψυχή μου σ’ έναν άνθρωπο ήταν μεγάλη, πίστευα ότι γινόμουν γελοίος, ότι τέτοια λόγια γράφονται μονό σε βιβλία, φτηνά βιβλία τσέπης.

Ένιωθα ότι ήμουν απάνθρωπος και υποκριτής. Συνέχισα όμως τον μονόλογο μου. Τον έβρισκα δυνατό και συνάμα αξιοθαύμαστο. Χωρίς να αντιλήφθη, χωρίς να το αντιλήφθη είχε γίνει το πρότυπο μου, το αρχέτυπο της ύπαρξης μου, το παράδειγμα που θα ‘χα πάντα στο υποσυνείδητο μου από κεινο το βράδυ για το πως έπρεπε να υπάρχω σαν άνθρωπος, πως να δίνομαι χωρίς ορούς, πως ν’ αγαπώ χωρίς ορούς και περιορισμούς, συνθήκες κι’ οριοθετήσεις. Ήταν σαν μια συνάντηση με το πεπρωμένο, όλοι συναντούν το πεπρωμένο τους κάπου στην πορεία της ζωής τους, ήταν η δική μου συνάντηση, η αρχή της γνωριμίας με την μοίρα μου, μιας πορείας ανηφορικής, σκοτεινής και πικρής, με στιγμιαίες αναλαμπές ανακούφισης, νομίζω πως την χαρακτηρίζουν σαν ευτυχία τούτη την παροδική ανακούφιση, δεν ξέρω τι είναι τούτος ο ορος, για την ζωή μου είναι μονό μια σύντομη ανακούφιση απ’το βάρος που σηκώνουν οι ωμοί μου, σαν ο Χριστός το σταυρό του στο Γολγοθά. Δεν ήταν όμως ένα παράδειγμα που ζήλεψα και ήθελα να μιμηθώ, ήταν μια τυχαία συνάντηση που οδήγησε στην μοιραία ταύτιση της αμοιβαίας ψυχικής δομής, και ήταν αμοιβαία, η δική μου βρισκόταν μοναχά σ’ ένα καβούκι άγνοιας, χρειαζόταν έναν μέντορα για να μάθει να υφίσταται.

Μπορούσα ν’ αντιλήφθω έτσι πως ένιωθε, όμως έπρεπε να συνεχίσει να το κρύβει, αφορούσε μονό αυτόν, μονό εκείνος ήξερε την άξια του, για κεινο το συναίσθημα μονό εκείνος γνώριζε πόσο πολύτιμο είναι, η μάχη στα σωθικά του ήταν δική τους. Προσπαθούσα να κατανοήσω τον τρόπο που ένιωθε, και τον κατανοούσα, καταλάβαινα συνάμα ότι έπρεπε να διαφυλάξει τη φρίκη τούτης της μάχης, γιατί την άξια και την σημασία της κανένας άλλος δεν μπορούσε να την γνωρίζει, πρέπει να φτάσει κάποιος εκείνο το ψηλό σημείο για ν’ αντιλήφθη τι είναι αγάπη και τι να ζεις μέσα απ’ την ψυχή και το σώμα της αγάπης σου.

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τους λόγους, δεν ξέρουν τι σημαίνει η ανώτερη άξια της ψυχής, η ζωή σε μια άλλη διάσταση που μονό η ευαισθησία μιας ψυχής που ψάχνει και αναζητά, που ονειρεύεται και πονει, έξω από τις διαστάσεις της επιφανειακής κοινής κοινωνίας, γνωρίζει και κατανοεί. Ο εξιδανικευμένος τρόπος ζωής, ακριβώς γιατί είναι αυτό που δηλώνει, είναι ακατανόητος στον κοινό άνθρωπο, στον οριακό άνθρωπο της συνήθειας. Περά από αυτά τα όρια αρχίζουν οι δίκες του αξίες, οι εύθραυστες, οι σπάνιες, η εκλεπτυσμένη αντιμετώπιση μιας ζωής ξένης προς τους πολλούς, που αντιμετωπίζουν την μυστικότητα, την μαγεία που κρύβει τούτη η ζωή, την ανώτερη εκείνη ανθρωπινή φιλία, με προκατάληψη και έχθρα. Αυτά που μένουν στην προϋπόθεση του τέλους είναι τα ιερά στοιχειά της υπομονής και της δύναμης.

Άκουγε και δεν άκουγε, έκφραση απολιθωμένη, γεμάτη δίψα για ήχο ζωντανό. Άρχισε να λέει για την προσπάθεια που κάνει να ξεχάσει, προσπάθεια απ’ την στιγμή που επέστρεψε στην Γερμάνια, πίστεψε ότι έστω για λίγο θα ξεχνούσε. Ήταν αδύνατο. Κοιμάται τα βραδεία, και δεν κοιμάται. Το μυαλό του στριφογυρίζει συνέχεια σ’ αυτόν, νομίζει ότι θα εκραγεί, η εικόνα του είναι ολοζώντανη μπροστά στα μάτια του, ολοζώντανος ο πόνος του ύπνου, της ψυχής του, απερίγραπτο κεινο που νιώθει.
Τα μάτια του κοκκίνισαν, βράχηκαν. Ο λυγμός πνίγηκε ξανά στο τσιγάρο και στο τζιν. Τον ένιωθα πολύ, τον συμπονούσα, δεν ήξερα πως μπορούσα να σχετιστώ με τέτοια συναισθήματα αφού δεν τάχα ξαναζήσει. Ρώτησα ξανά κείνε την ηλίθια ερώτηση για την γνώμη των γιατρών, κι’ απάντηση ήταν αποκαρδιωτική. Η επιστήμη ήταν ακόμη σ’ έναν λαβύρινθο υποθέσεων, τα φάρμακα ήταν μια ψευδαίσθηση, τίποτα στον ορίζοντα για τα επόμενα λίγα χρόνια δεν έδινε ελπίδα. Δεν την πίστεψα γιατί δεν είχα την θέληση, και του το ‘πα.

Ευγενικα μ’ αποπήρε, μα συνέχισα να επιμένω στην ουτοπική μου γνώμη. Πολλές φόρες μπορώ να γίνω ηλίθιος γιατί πιστεύω στα όνειρα. Ονειρευόμουν ότι ο Λίνος έπρεπε να πιστέψει ότι θα αναρρώσει.
Ούτε εγώ το πίστευα υποσυνείδητα, και το όνειρο έλεγε ότι αυτό έπρεπε να πιστέψω και το πίστεψα για μια στιγμή, μα ήξερα συνάμα ότι η αλήθεια είναι πιο πραγματιστική απ’ ότι θα ‘θελε ένα ηλίθιο όνειρο να ‘ναι.
Ο Λίνος έπρεπε να πιστέψει σ’ ένα ψέμα για να σβήσει τούτη η πικρή αλήθεια στο λυκόφως της ζωής του, κι’ όμως ήταν ο μοναδικός απ’ όλους μας που ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα ότι βάδιζε με μαθηματική ακρίβεια προς την λύτρωση του, την απελευθέρωση απ’ το σώμα που τόσο λάτρεψε κ’ έγινε αντικείμενο του πόθου, την απελευθέρωση από την σάρκα που ‘γινε βαριά απ’ την παράλυση και την σαπίλα μια ακαταμάχητης κατάρας.
Πίστεψα λοιπόν ότι θα γινόταν καλά, και το δέχτηκε κουρασμένα, παίζοντας χωρίς άμυνα το δικό μου παιγνίδι. Κάθε μέρα είναι μια καινούργια ελπίδα, που δεν πρέπει να πάει χαμένη.

Πρέπει να υπάρχει τούτη η ελπίδα, χωρίς αυτήν τι θα ‘κανα κι’ εγώ μελλοντικά όταν έφτασα να θρηνήσω για έναν παρόμοιο χαμό, την μεγάλη απώλεια της ζωής μου. Όλοι θρηνούμε σε μια στιγμή, αυτό το ‘χα ξεχάσει σε στιγμή παροδικής ανακούφισης, ευτυχίας. Με την ελπίδα τουλάχιστον η μάχη δεν χάνεται απ’ την αρχή. Άγνωστο το τι θα ξημερώσει, και τούτο τ’ άγνωστο πρέπει νάνε ελπιδοφόρο. Πρέπει, πρέπει, πρέπει, τι είναι πια τούτο το πρέπει που διέπει την ύπαρξη, το ασυνάρτητα καθορισμένο πρέπει, τα καλούπια, τα όρια, το τίποτε, αν υπήρχε πρέπει δεν θα ‘μουν εκεί κεινη την στιγμή, κι’ αν δεν υπήρχε πρέπει δεν θα υπήρχε η πολυδιάστατη, η στιγμιαία ευτυχία. Το πρέπει είναι το αποτέλεσμα της δύναμης, ο θεσμοθέτης έχει δύναμη κι’ αυτός καθορίζει με ιδιοτέλεια και υποκειμενικά το πρέπει. Να ‘μαστε ευγνώμονες γιατί έτσι μας δίνει την ευκαιρία να γευτούμε αυτό που δεν πρέπει, να ‘μαστε αυτό που καθορίζει η φύση να ‘μαστε, χωρίς να υποκύπτουμε στα πρέπει? Πως θα ‘ταν η ζωή μας χωρίς τους κανόνες τους ιδιοτελείς? Πως θα υπήρχαμε εμείς, και πως θα πεθαίναμε? Ερωτηματικά που δεν ξέρω καμία φορά αν θα μπορέσω να βρω τις απαντήσεις.

Αναστεναγμός κρυφός κι’ αλλαγή μοτίβου. Με ρώτησε αν μετάνιωσα την Γερμανία. Δύσκολη η ερώτηση, ερώτηση της κάθε μέρας. Δεν ξέρω αν μετάνιωσα, σταμάτησα όμως να μην μετανιώνω, γιατί ζω την μετάνοια στο κάθε μέρα, στο κάθε μέρα ζωντανεύει ο χρόνος που ‘φυγε, το παρελθόν, οι σκηνές φεύγουν η μια μετά την άλλη μέσα στο μυαλό μου. Το να μην μετανιώνει κάνεις είναι το στοιχειό που δίνει τη δύναμη να προχώρα, η μετάνοια συνοδεύει την οδύνη και την αδράνεια, και υπήρξα πολύ αδρανής με την ζωή μου, με μένα στα χρόνια της Γερμανίας. Κάπου το παραδέχομαι ότι βαρέθηκα την Γερμάνια, δεν μπορώ όμως μέσα από την παραδοχή να προσδιορίσω την μετάνοια. Θα ‘ταν ψέμα να δεχτώ ότι δεν έζησα καλά, αισθάνομαι όμως κενός, ανικανοποίητος, έκφραση της έλλειψης του πόθου που απαγόρευσα στην ζωή μου σαν απαγορευμένο καρπό. Η απάντηση μου σταμάτησε μέχρι το θέμα του πόθου. Αυτό ήταν το δικό μου αμάρτημα. Αμάρτημα γιατί δεν προσδιόρισα το αντικείμενο του δικού μου πόθου, για μένα ο πόθος υπήρξε με τα μάτια της τότε εφηβικής και άπειρης ψυχής μου, ήταν ένα βίωμα πόθου εξιδανικευμένο, δεν υπήρχε κορμί, δεν υπήρχε βρωμιά γιατί δεν έβλεπα την υλη (τραγικό, αν συλλογιστώ ότι κάποια χρόνια μετά έλεγα σε μια φίλη αναθεωρώντας την ζωή μου σε μια σύντομη επίσκεψη από την Γερμανία ότι είχα κουραστεί από το βάθος και την ποιότητα που προσπαθούσα να δώσω στην ζωή μου και επιθυμούσα μονό επιφάνεια, ρηχά νερά χωρίς ουσία) για μένα εκείνο το βίωμα ήταν ο ολοκληρωμένος αυλος οργασμός που τον ένιωσα και στο σώμα, χωρίς να έχει σημασία το είδος του σώματος, η φύση του κορμιού, ήταν αμάρτημα γιατί όπως έμαθα αργότερα με την φρίκη της εμπειρίας και της ανάμνησης τα ιδανικά και ο άνθρωπος δεν συμβαδίζουν, τουλάχιστον ο κάθε κοινός άνθρωπος της κάθε κοινής κοινωνίας, τα ιδανικά είναι ένας κόσμος στην φαντασία του ανθρώπου, και ο κοινός άνθρωπος είναι ένας άλλος κόσμος, η πεζή πραγματικότητα της φαντασίας, η έκφραση του συμβατικού, η έκφραση της περιορισμένης διάστασης της ζωής, είναι το κέντρο της ζωής, η ανούσια ισχύ.
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

1 σχόλια:

Ναυτίλος είπε...

Συνέχισε!

Μου άρεσαν πολύ τα παρακάτω σημεία:

«Του είπα για την ζωή μου, την αδιάφορη, και την μονότονη, την ρουτινιάρικη, την δειλή ζωή μου την μικρή και την μέτρια.

[...]

βρίσκοντας τον εαυτό μου στην Γερμάνια μ’ ένα ηθικό χρέος, υπέρτατο όλων – να πάρω την ζωή μου στα χεριά μου, ν’ αρπάξω την μοίρα μου από τα μαλλιά και να την εξουσιάσω εγώ, όχι αυτή εμένα.

[...]

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τους λόγους, δεν ξέρουν τι σημαίνει η ανώτερη άξια της ψυχής, η ζωή σε μια άλλη διάσταση που μονό η ευαισθησία μιας ψυχής που ψάχνει και αναζητά, που ονειρεύεται και πονει, έξω από τις διαστάσεις της επιφανειακής κοινής κοινωνίας, γνωρίζει και κατανοεί.

[...]

αναθεωρώντας την ζωή μου σε μια σύντομη επίσκεψη από την Γερμανία ότι είχα κουραστεί από το βάθος και την ποιότητα που προσπαθούσα να δώσω στην ζωή μου και επιθυμούσα μονό επιφάνεια, ρηχά νερά χωρίς ουσία)»

:-)