Ψυχές και Σώματα

Souls and Bodies

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

Κεφ.2: Στη αναζήτηση της αλήθειας...(2)

Με βασάνιζε συνέχεια μια μόνο σκέψη, μια περιέργεια ακαταμάχητη. Όλα ήταν τόσο φανερά, μα δεν ήξερα ακόμα με λόγια αν ήταν ζευγάρι με τον Λίνο. Το ήξερα, αλλά όχι απ’ τα δικά του λόγια, όλα το φανέρωναν μα όχι αυτός. Ένιωθα ένοχος γιατί είχα αυτό το ερωματικό, δεν ήταν απορία ουσίας, ήταν μάλλον αρρωστημένη, μικροαστική περιέργεια, καμία ουσία, τίποτε δεν θα άλλαζε την κατάσταση του τέλους. Ήθελα όμως να μάθω. Όπως μιλούσαμε για το Άαχεν, άρχισα λοιπόν επιτηδευμένα να ρώτα έμμεσα, για στοιχεία με φύση ομοφυλοφιλικού έρωτα, να διευκρινίσω κατά πόσο είχε σχέση με τέτοια στοιχεία, με τέτοια ζωή.

Περιέργεια που θα μου έλυνε την απορία, θα έβρισκα ησυχία, ήθελα να ξέρω στα σίγουρα, γιατί έλπιζα ότι ο Ρουντη θα γινόταν η αποβάθρα στην οποία θ’ άραζα τις δικές μου ανησυχίες, το δικό μου ταξίδι, γινόμουν ιδιοτελής, μα έλπιζα ότι θα τον έκανα να μ’ ερωτευτεί για να βρει ανακούφιση από την τρικυμία του, δεν ήθελα τον έρωτα του, το μόνο που επιθυμούσα ήταν η προσοχή του, ήθελα κάποιον, και βρήκα αυτόν μέσα στην τραγωδία του, να του αναθέσω τον ρολό εκείνου που θα μ’ έβγαζε μέσα από το σκοτάδι μου. Αντιμετώπιζα τον εαυτό μου με έκπληξη, γιατί δεν έπρεπε να είχε σημασία που βρισκόμουν εγώ, σημασία είχε τι μπορούσα να προσφέρω για ν’ απαλύνω τον πόνο του, κι’ όμως οι σκέψεις μου ήταν ανάμικτες, δεν μπορούσα να ξεχάσω ούτε για μια στιγμή τον λαβύρινθο μέσα στον όποιο ζούσα για χρόνια, δεν μπορούσα να παραβλέψω το δράμα των φίλων μου, τον έβλεπα σαν ελπίδα, και ήταν συνάμα η έκφραση της απελπισίας.

Ζήτησα να μάθω αν είχε δει το Μωρις, ένα κινηματογραφικό έργο αγγλικής παράγωγης, όμορφο, με θέμα τον απαγορευμένο ερώτα στην πουριτανική κοινωνία της Αγγλίας στις αρχές του αιώνα μας. Φοβήθηκα για την ερώτηση που έκανα, περισσότερο για να μην αποκαλύψω τον δικό μου εαυτό, κρύβοντας τον ήταν σαν βρισκόμουν σε μια υπεροχή, είναι πιο εύκολο να σαι άνθρωπος όταν δεν έχεις τον ίδιο ρόλο με τον ετοιμοθάνατο, και ξαφνικά η αθώα μου φύση ξαναβγήκε στην επιφάνεια, δεν ήθελα τούτη η ερώτηση να χε υπόβαθρο, να χε σκοπό, ήταν μ’ ένα παράξενο τρόπο αυθόρμητη, ξαφνική, ένιωσα ένοχος για την ιδιοτέλεια της αρχικής μου σκέψης, για το αρχικό κίνητρο.

Πριν αντιδράσει, συνέχισα τον μονόλογο μου, προσπαθώντας να εξηγήσω μάλλον στον εαυτό μου γιατί βρισκόμουν εκεί εκείνο το βραδύ. Κι η αλήθεια ήταν ότι δεν ήμουν εκεί από περιέργεια, δεν πήγα να μάθω κάτι που δεν ήξερα, κίνητρο μου ήταν καθαρά ένα πηγαίο ενδιαφέρον, μια πηγαία τάση να προσφέρω όση δύναμη είχα, όση ανθρωπιά μπορούσα, ένιωθα παράξενα για όλα τούτα που γεννήθηκαν στην ψυχή μου, απορούσα με τον εαυτό μου, σε όλα τούτα δεν υπήρχε λογική κι’ υπολογισμός, ένιωθα απλά ένα έμφυτο πρέπει, μια έμφυτη υποχρέωση και ανάγκη να βρίσκομαι εκεί δίπλα του έστω σαν ξένος, μονό σαν ξένος μπορούσα να 'μαι εκεί, και να βγάλω ότι είχα μέσα μου, όποια δύναμη, όποιο αίσθημα, όποια ανθρωπιά και να την δώσω στους φίλους μου, αν μπορούσα στον επίλογο της δυστυχίας τους να τους μεταδώσω έστω και μια στιγμή ανακούφισης.

Ήταν παράξενα όλα τούτα, καμιά εξήγηση για τούτο το πρωτόγνωρο συναίσθημα, ήμουν όμως κάτω από το πέπλο του πόνου, ευτυχισμένος που βρήκα το θάρρος να το κάνω. Ήξερα ότι αν είχα εγώ τον ρολό του θ’ απορούσα, θα τον αντιμετώπιζα με σκεπτικισμό, και ξέροντας αυτό ντρεπόμουν, ήμουν όμως περήφανος που κατάφερα ν’ απομονώσω την ντροπή, σχεδόν να την σκοτώσω, και να εμφανιστώ εκεί, ξένος προς ξένο, δίνοντας ότι μπορούσα, ήθελα να δώσω, η πιο έντονη επιθυμία εκείνης της ώρας, της ζωής μου, η πιο έντονη σκέψη από κεινο το καλοκαίρι. Η διευκρίνιση μου σαν δικαιολογία, την αντιμετώπιζα όμως απλά σαν χρέος κι’ επνιξα τις αμφιβολίες του πριν και του μετά.

Δέχτηκε τούτο τον ρόλο, πραγματικά η όχι δεν ξέρω, η αποδοχή του όμως ήταν ζεστή Κόμπιασε λίγο, με κοίταξε διερευνητικά, απότρεψα το βλέμμα μου από πάνω του, κάθε φορά που με κοίταζε ένιωθα αυλος με την ψυχή μου και την σκέψη μου γυμνή μπροστά του, το βλέμμα του είχε κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω και δεν ήθελα να δω, φοβόμουν.

Είχε δει το Μωρις, αγάπησε το έργο όπως είχε αγαπήσει την δικια του ιστορία, όπως είχα αγαπήσει εγώ το παρελθόν μου, ζωή, αγάπη, ψυχή και σώμα μένουν αιώνια, αδιάφθορα απ’το χρόνο, απ’ την εξέλιξη, αυτά είναι πιο απλά κι’ ανθρωπινα ιδανικά. Ανακουφίστηκα απ’ την αντίδραση του, επιβεβαίωσα την δικια μου σκέψη. Του μίλησα για την χαρά μου όταν πριν λίγους μήνες στο Λονδίνο βρήκα τυχαία το βιβλίο, και πως το διάβασα, την επιθυμία και τον πόθο της ψυχής μου γραμμένα στο άψυχο χαρτί, μέσα σε μια νύκτα. Χαμογέλασε μα δεν είπε τίποτε. Θυμήθηκα ένα άλλο έργο που σημάδεψε την σκέψη μου, μια ιστορία που ήταν καταλύτης της πραγματικότητας, η άλλη πλευρά της νύκτας όταν κτυπά δώδεκα.

Το Longtime Companion, η πρώτη παράγωγη του Χόλυγουντ σ’ αυτό το θέμα, ταμιακή αποτυχία, μα ανθρώπινη ιστορία, ρεαλιστική, πιο ρεαλιστική απ’ όσο μπορούσε η συντηρητική κοινωνία της Αμερικής ν’ αντιμετωπίσει, ήταν μια αναπαράσταση της σκληρής, της απάνθρωπης πραγματικότητας, αποθανάτισε στο πανί την καταδίκη μιας τρελής, ξέφρενης ευτυχίας των λίγων, πολλοί την χαρακτήρισαν κατάρα πάνω στην απόκλιση από το καθορισμένο, το κατεστημένο ίσως, ήταν η έντονη συνειδητοποίηση της αλήθειας, του φθινόπωρου της ασυνήθιστης ζωής, της απόκλισης.

Το πρόσωπο του σκοτείνιασε. Αντέδρασε, και ήταν ικανοποιημένος που δεν το είδε γιατί η αλήθεια του ήταν πολύ κοντά στην ιστορία του έργου. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Είπα ότι υπάρχει πάντα το αύριο, ότι πρέπει να πιστέψει στο αύριο για να μπορέσει να προχωρήσει, έπρεπε να υπάρχει μια βάση αναφοράς.

- Ξέρεις περισσότερα, απ’ οσα θες να πεις.

Η αντίδραση του με ξάφνιασε. Έμεινα σιωπηλός, και με ύφος φυσιολογικά ανέκφραστο δέχτηκα καταφατικά την παρατήρηση κλείνοντας στιγμιαία τα μάτια μου. Ένιωθα μια ακατάσχετη ταχυπαλμία, δεν ήξερα πως αλλιώς ν’ αντιδρασω, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω.

- Δεν σε ρωτώ τίποτε, δεν έχω καμιά επιθυμία να μάθω κάτι για το οποίο δεν θέλεις να μιλήσεις.


Ήμουν εκεί γιατί τους θαύμαζα, τους ζήλευα, ήθελα να 'μουν σαν αυτούς, ήθελα ακόμη να ήμουν κι’ εγω ετοιμοθάνατος ήρωας, ήρωας μιας ανώτερης ζωής, μιας πικρής ρομαντικής, ερωτικής ιστορίας. Στα μάτια μου ήταν μια όμορφη φιλία, δεν τολμούσα να την δω διαφορετικά, ακόμα φοβόμουν την αλήθεια, ήταν ένα παράπονο για κάτι ανέφικτο στην δική μου ζωή.

Για μένα το θέμα της φιλίας ήταν και το ιερό, κάτι πολύτιμο για την ζωή μου, μια ανώτερη άξια. Κάπου την έζησα, κάπου πληγώθηκα απ' αυτήν, ένιωσα όμως την σημασία της ιδιαίτερης φιλίας, της ευαισθησίες της, τα μυστικά της, της ακράτητες ακρότητες της, είναι σημαντική για την ζωή, τόσο σημαντική που ρηματοποιείται, καταπατιέται, λίγοι κατανοούν την αξία της.

Σίγουρα καταλάβαινα περισσότερα απ’ οτι έλεγα, όμως δεν ρώτησα, τελικά για πρώτη φορά δεν είχα την περιέργεια να μάθω, ήταν αρκετό ότι μιλούσαμε για το ίδιο πράγμα, ότι τον ένιωθα και τον πονούσα. Κι’ εγω δάκρυσα, κι’ εγω πόνεσα, οι λεπτομέρειες δεν ήταν σημαντικές, σημαντικό είναι τι μένει μέσα στην ψυχή του καθενός και πως εκφράζεται. Ήταν πραγματικά παράξενο, όταν όμως ζούσα το δικό μου δράμα δεν είχα κανένα στο πλευρό μου, η βοήθεια ήρθε όταν οι πληγές έγιναν ανεπούλωτες και αιώνιες. Γι’ αυτό τον λόγο ήμουν εκεί εκείνη την στιγμή, ένιωθα ότι δεν έπρεπε να τον αφήσω χωρίς να ξέρει ότι έχει και τη δική μου συμπαράσταση, έστω κι’ αν ήταν ασήμαντη.

Απότομα έπεσε η σιωπή, η διέξοδος εκείνη τη στιγμή ήταν το τζιν, το καμπαρι, το τσιγάρο. Ένιωσα με ασυνήθιστο τρόπο υποκριτής, ένιωσα το χρέος ότι έπρεπε να σπάσω τη σιωπή μου και να βγάλω την αλήθεια στην επιφάνεια, είχε δικαίωμα να ξέρει με ποιον μιλά. Ακόμα πιο δύσκολη στιγμή, πόση δύναμη μπορεί να έχει μια στιγμή στην ψυχή της. Ήταν κρίμα να κρυβόμαστε πια πίσω απ' το δάκτυλο μας. Η παρουσία μου έπρεπε, και έτσι το 'θελα, να 'ναι θετική, δεν άντεχα το ψέμα. Του είπα επιτέλους ότι γνώριζα την αλήθεια του Λίνου, ότι γνώριζα την δικια του αλήθεια. Έμεινε έκπληκτος, άναυδος. Με ρώτησε αν ήξερα και για την ιδιαίτερη τους σχέση. Απάντησα καταφατικά. Η ένταση της συζήτησης ολοκληρώθηκε φέρνοντας μας σε μια χαλάρωση και μια διέξοδο που ήταν αναγκαία. Τα ποτήρια μας άδειασαν και σηκώθηκα να πάω προς το μπαρ για να πάρω καινούργια ενέργεια. Ο ρυθμός της καρδιάς μου ήταν ασύλληπτος, ένιωθα μέσα μου μια έκρηξη να φουντώνει, το μυαλό μου κάπου δεν άντεχε άλλο την πίεση της αλήθειας, την ένταση του ρόλου μου, ήταν απλά όλα υπερβολικά, ίσως ακόμα και η παρουσία μου εκεί. Ένιωσα μετέωρος στην σκέψη του αγνώστου που θ' ακολουθούσε.

Επέστρεψα στο ψηλό τραπέζι μας με τα ποτά στο χέρι μου, που έτρεμε ακόμα απ' την ένταση της βραδιάς, απ' την δύναμη της τραγωδίας που ξανοιγόταν ιστορικά μπροστά μου ολόγυμνη, απλή, όσο απλή μπορεί να 'ναι η ιστορικότητα μιας ψυχής κι' ενός κορμιού που θέλει να ζήσει. Βρισκόμουν σε μια σύγχυση, όλα μέσα στο μυαλό μου ήταν σκοτεινά, μηδενικά, όλα μετέωρα, χαμένα, όλα μια έρημος αμφιβολίας, άγχους, ανασφάλειας.
Τον κοίταζα ίσια στα μάτια, ανέκφραστος κι' αμίλητος, ένιωθα ότι ψηνόμουν στον πυρετό και το κοίταγμα μου χάθηκε στην ερωτική του μελαγχολία, στην άβυσσο κεινης της τραγικής του ηδονής, μοναδική έκφραση στα μάτια του εκείνη την στιγμή, και στο πρόσωπο του ένα χαμόγελο της χαλάρωσης, χαράκτης της ζωής του, ο τελευταίος κυβερνήτης. Χαμογέλασε κουρασμένα, ένα χαμόγελο της χαλάρωσης, της ανακούφισης, ήταν χαμόγελο της ανάμνησης, υποσυνείδητη εκφραστική αντίδραση τούτης της φθινοπωρινής συνειδητοποίησης.

Μετά η απορία του πως εγώ, ένας ξένος από το πουθενά, να γνωρίζω τόσο καλά μια κρυφή ζωή. Ήταν για μένα αυτονόητο, η πείρα της ψυχής μου φώναζε, οι σελίδες του παρελθόντος είχαν ακόμα ζωή, πολύ έντονη, δεν ήταν απλά εκφρασμένες στο άψυχο χαρτί του ξεχασμένου ημερολογίου. Συνέχισα όμως να κρατώ τον εαυτό μου απόρθητο, δεν κατάλαβε τίποτε κι' έδωσα την εξήγηση μου χαρακτηρισμένη με μια διαφορετική άποψη, υπήρχαν τόσα σημάδια από τα οποία κατέληγαν πειστικά συμπεράσματα που δε χρειαζόταν να προδώσω τις πληγές μου για μια απλή εξήγηση.

Η θύμηση μου ανάτρεξε πίσω στην πρώτη μέρα που τον είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Το σώμα του ήταν σιωπηλό, οι κινήσεις του στωικές, το πρόσωπο του, αξέχαστο κι ανεξίτηλο μέσα στο χρόνο, ανέκφραστο, όμως φώναζε ολόκληρος, όλο του το είναι ένα ουρλιαχτό, μια κραυγή πόνου, έκφραση οδύνης, στην αρχή της τελευταίας πράξης μιας από καιρού αρχινημένης τραγωδίας. Ήταν όλα εκείνα που είδα εγώ με τα μάτια της ψυχής μου, τούτα που μονό εγώ μπορούσα να δω, ήταν όλα εκείνα εκεί, υπαρκτά η ήθελα μονό εγώ να τα δω, τούτο ακόμα δεν το ήξερα, όλα μιλούσαν κι' ολα ήταν σιωπηλά και κεινη η σιωπή τα 'πε όλα την ψυχή μου. Η αγωνιώδης του ερώτηση αν ο κόσμος στην Λεμεσό το 'χε μάθει ήταν μια αναπόδεικτη επιβεβαίωση για τον φόβο ενός απόρθητου μυστικού. Ήταν η αιώνια μανά που 'βλεπε την αμαρτία της να φθίνει, ήταν όλα εκείνα που 'λεγαν την αλήθεια κι εγώ αρνιόμουν να την πιστέψω.

Περά απ' ολα τούτα όμως κυριαρχούσε στην μνήμη μου εκείνο το βλέμμα. Στο κρεβάτι του πόνου, όταν για μια στιγμή ηρεμίας απ' την κραιπάλη της οδύνης του κρατούσε ξεκουράζοντας του τα παράλυτα του πόδια, το βλέμμα με το όποιο τον κοίταζε ανέβλυζε μια θέρμη, ασύλληπτη για την ανθρωπινή λογική και φαντασία, και βουβή μάτια, η πιο μεγάλη έκφραση του δικού της πιστεύω, η πιο μεγάλη κραυγή του δικού της ερώτα, όταν ο έρωτας παίρνει διαστάσεις θεϊκές, ακατανόητες, όταν ο έρωτας είναι πηγαία δύναμη της ζωής, είναι η μοναδική ζωή που μπορεί να υπάρξει ανεξίτηλη μέσα στον χρόνο.
Με άκουγε με φανερό ενδιαφέρον, όχι τόσο γι' αυτα που έλεγα αλλά περήφανος για την κραυγαλέα αγάπη που μπόρεσε ακούσια να φέρει με έκφραση στο πρόσωπο του.

Με πήρε μαζί του πίσω στο χρόνο, χρόνια πριν όταν τον πρωτογνώρισε σ' ενα ύποπτο μπαράκι, με ύποπτο φωτισμό και ύποπτη ερωτική μουσική. Μια παρασκευή βραδύ, ένα συνηθισμένο βράδυ, μια κανονική έξοδος. Σκότωνε την ώρα του ανάμεσα στο αλκοόλ και το τσιγάρο, μέσα σε ανούσια συζήτηση και άσκοπη περιδιάβαση μέσα στο μπαρ. Σε μια στιγμή κοντοστάθηκε, παγωμένος κι' εκπληκτος, άναυδος. Η συγκίνηση του ήταν φανερή στο τρεμούλιασμα του χεριού του. Απέναντι στην ομίχλη του μπαρ, ανάμεσα σε κινούμενες σκιές κι' ένα χλωμό φως που δεν πρόδινε πολλά, κάτω από την ερωτική μουσική που προσπαθούσε να ξελογιάσει, έσβησε κάθε υλική διάσταση γύρω του, έχασε την αίσθηση της στιγμής και της αλήθειας αντικρίζοντας το άγαλμα του δικού του πόθου, ένιωσε ότι ήταν η έκφραση του ζητούμενου πόθου για κεινη την βραδιά. Έμεινε ακίνητος, δέκτης του μεσογειακού βλέμματος, βυθισμένο στο πράσινο, λουσμένο με ήλιο της μεσογείου, με την ντροπή του φόβου, με την ανασφάλεια και την αδυναμία να απομακρύνει το βλέμμα του από τον σκοπό του, το στόχαστρο από το θύμα. Κοντοστάθηκε λίγο και προχώρησε μηχανικά προς το μέρος του χωρίς να 'ναι πια σίγουρος για τίποτε, δεν ζητούσε πολλά, ήθελε να μάθει την φύση του αγάλματος, ήταν άγαλμα, ήταν άνθρωπος η Θεός, μονό αυτό ήθελε δει για να πιστέψει πια σ 'ένα θαύμα, για ν' αρχίσει ξανά να πιστεύει σ' έναν Θεό που θα 'ταν πια ο δικός του Θεός, η δική του θρησκεία. Έφτασε δειλά κοντά του, και τον ρώτησε φοβισμένα τ' ονομα του. Η ψυχή του έτρεμε, ήθελε να φύγει μα δε μπορούσε πια, φοβόταν αλλά δεν είχε την δύναμη ν' αντισταθεί σε τούτη την πρόκληση, σε τούτον τον μαγνήτη, τούτο το άγαλμα ήταν ο έρωτας σε σάρκα, ήθελε να πιστεύει ότι ήταν σάρκα κι' όχι η ψευδαίσθηση απ' το τζιν, η μέθη έφερνε την μοναξιά τόσου καιρού που έζησε, την απελπισία της μοναξιάς μέσα στο νυκτερινό κρεβάτι, την κούραση του ανήσυχου ύπνου από τούτη την μοναξιά και την απελπισία του περιστασιακού έρωτα ξανά στην επιφάνεια, σίγουρα αυτό που έβλεπε δεν ήταν αλήθεια.

Ο Λίνος του είπε δειλά τ' όνομα του και απομάκρυνε το βλέμμα του φοβισμένα, φοβόταν ν' αντιμετωπίσει τούτο το ζωντανό όνειρο μπροστά του, τούτη την γοητεία που ήρθε απαιτητικά να τον κατακτήσει, να του ταράξει την κρυμμένη του ζωή, την κρυμμένη ερωτική του κραυγή, μα η κραυγή των ματιών του, η κραυγή του κορμιού του ήταν πιο δυνατή απ' τον φόβο της ψυχής του, η διψά του πόθου του ήταν κραυγαλέα. Γνωρίστηκαν με μια απλή χειραψία, τα κορμιά τους χόρευαν πια στην φαντασία τους έναν άγριο χορό, έκαναν αγώνα σωτηρίας, ο ένας για την ψυχή του αλλού, ήταν η γένεση του Φοίνικα από την σταχτή, η έκρηξη μια καινούργιας εποχής, η ανάσταση.

Το όνειρο της αφήγησης το σταμάτησε ευγενικά ο μπάρμαν ρωτώντας μας για άλλα ποτά. Ήταν ήδη μεσάνυκτα και το αυτοκίνητο που θα μ' εφερνε πίσω στην πραγματικότητα θα ερχόταν σε λίγο. Η μοναδική μου επιθυμία ήταν να μείνω εκεί όλο το βραδύ, σ' ολα τα χρόνια που δεν έζησα μέσα στον παρελθόν να ζήσω όλη την ιστορία από κοντά όπως την έζησα σ' αυτες τις λίγες ώρες της ψευδαίσθησης.

Συνήρθα και κοίταξα τον Ρουντι μ' ενα χαμόγελο, είχε ξεχάσει ευτυχώς για λίγο το τώρα, είμαστε και οι δυο σε μια άλλη εποχή, και οι δυο ευτυχισμένοι, παρασυρμένοι με τον ερώτα μες' το μυαλό μας, ξεχνώντας το παρόν και το μέλλον.

Αποχαιρετιστήκαμε θερμά, είχαμε αποκτήσει ο ένας τον άλλο, δεν το 'χαμε ανάγκη, ο καθένας είχε του φίλους του, μα ξαφνικά αντιληφτήκαμε ότι έπρεπε να προλάβουμε τα χρόνια που χάσαμε μέσα στη αγνοία της ύπαρξης μας, ότι είμαστε σημαντικοί ο ένας για τον άλλο, δεν προδίδαμε τους φίλους μας, τούτο ήταν κάτι διαφορετικό, ήταν έρωτας αληθινός και έντονος, είχαμε να δώσουμε πολλά ο ένας στον άλλο, ανάγκες των ψύχων μας κι' όχι του κορμιού, δεν θέλαμε σώματα κατακτητές, διψούσαμε γι' ανοικτές λεωφόρους και μεγάλη ταχύτητα, δεν θέλαμε ιδρώτα του κορμιού μα την ικανοποίηση της ψυχής μας μέσα από την αναθεώρηση της ζωής μας, χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο για να στηρίξουμε ελπίδες που χάνονταν.

Τον άφησα μ' ενα σφίξιμο μέσα μου κι' ενα κρυφό δάκρυ που έγινε αργότερα λυγμός της δυστυχίας που ανέδυε σιγά και σταθερά. Σε λίγες μέρες έφευγε ξανά για την Κύπρο και δεν ήξερα ποτέ θα τον ξανάβλεπα, προπάντων όμως κάτω από ποιες συνθήκες, φοβόμουν να το σκεφτώ, γιατί ενδόμυχα περίμενα αυτό που κάνεις μας δεν τόλμησε να εκφράσει με συγκεκριμένες λέξεις. Ένιωσα ικανοποίηση γιατί κατάφερα να τον παρασύρω σε όμορφες στιγμές κερδίζοντας ακόμα ένα φίλο στην ζωή μου και παράλληλα φόβο, άγχος, μετεωρισμό της ύπαρξης μου, διαισθανόμουν ότι παράλληλα άρχιζε κι' ένας δικός μου αγώνας απ' την αρχή, ποιος, ήταν ακόμη νωρίς να συνειδητοποιήσω, φοβόμουν όμως χωρίς εξήγηση.

Περπάτησα λίγο μόνος στους δρόμους της Κολωνίας μέχρι που συνάντησα την Μαρίνα και τους φίλους μου σε μια καφετέρια να με περιμένουν. Ένιωσα ανακούφιση και απογοήτευση, χρειαζόμουν όμως τη δική μου πραγματικότητα και χρόνο να επεξεργαστώ όλα αυτά που έζησα τούτο το βράδυ σαν κινηματογραφική ταινία, ένιωθα το σώμα μου εξαντλημένο από την ένταση της βραδείας, χρειαζόμουν ένα τσιγάρο και αλκοόλ, χρειαζόμουν ήλιο και θάλασσα, χρειαζόμουν την μαμά μου, ήθελα να ξαναγίνω παιδί και να φύγω από τούτη την βρώμικη ζωή και τις αλήθειες της, έψαχνα για μια αγνότητα που δεν υπάρχει πια στη ζωή μου, ήθελα τον αδελφό μου και την δύναμη του, ήθελα να κλάψω γοερά για όλα που δεν έζησα και όλα που χάνονται, να μετανιώσω για όλα τα λάθη μου, να ξαναζήσω την ζωή μου από την αρχή και διαφορετικά.

Ανακουφίστηκα όταν είδα την Μαρίνα και τους φίλους μου, άρχισα να φωνάζω και να γελώ από χαρά και ενθουσιασμό κι' ολοι πίστεψαν ότι ήμουν μεθυσμένος. Τους άφησα μ' αυτη την εντύπωση κι' ετσι έκανα το βραδύ μας ενδιαφέρον κι' ευχαριστο, ξεχνώντας για λίγο την αρχή της καινούργιας εποχής στην ζωή μου κι' αφηνοντας τους άλλους να ζουν την δική τους διάσταση.
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

1 σχόλια:

kyriakos είπε...

e sto telos innampu egine?

o3a ena nama8oume sto noumero3?