Ψυχές και Σώματα

Souls and Bodies

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Πρόλογος

"Τούτες τις πέτρες τις εσηκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου…"
Γ. Σεφέρης

Είναι φόρες που 'μαι σκλάβος γιατί νομίζω πως η αθωότητα μου μ'εχει εγκαταλείψει γνωρίζοντας την ασκήμια του κόσμου, του ανθρώπου, είναι ο άνθρωπος τελικά ο εφιάλτης της φύσης, κι η ψυχή του κι'οχι τίποτα άλλο.
Γυρεύω άλλες τόσες φόρες την ελευθερία μου μέσα στην χαμένη μου αθωότητα, αυτήν που εγώ νομίζω ότι έχασα, κι' είναι άλλες φορές που νιώθω, γιατί είμαι ουσιαστικά, ελεύθερος, σε στιγμές αναλαμπής από τούτον τον μακρύ αγώνα.

Κι'ειμαι ελεύθερος γιατί μετά από βουνά και γκρεμούς, μετά από αβύσσους και τρικυμιώδης ωκεανούς, όλη η ιστορία μου, μου απόδειξε ότι είμαι αθώος, και συνάμα ελεύθερος, ότι η ψυχή μου είναι αγνή, μ'ολα της τα ερωτηματικά, ήταν δύσκολος ο δρόμος προς την αναγνώριση και την επιβεβαίωση, ο δρόμος δεν τελειώνει ποτέ, απλά συνεχίζει και συνεχίζει, τόσο όσο το μυαλό ψάχνει και αναλογίζεται, ρωτά και προβληματίζεται, είναι μεγάλος ο αγώνας της αναγνώρισης του ανθρώπου, της δικής του ψυχής, και συνάμα της ψυχής της αγάπης, να γνωρίσει κάνεις τούτη την ψυχή του ερώτα είναι ο πιο δύσκολος αγώνας στη ζωή που μας έδωσε ο Θεός, μόλις γνωρίσουμε την ύφη του ερώτα, μιλώ πάντα για την ουσία της υφής κι' όχι για το ιδρωμένα κορμιά της επόμενης στιγμής, αρχίζει η γνωριμία μας με τον Θεό, η σχέση μας μαζί του, μια σχέση αγάπης και μισούς, που θα μας κατατρέχει μια ολόκληρη ζωή.
Γιατί Θεός δεν είναι οι θεοφοβούμενες, υποκριτικές πράξεις που μαθαίνουμε στο σχολειό, άβουλοι δέκτες αρρωστημένης ηθικής, Θεός είναι η συμφιλίωση και η γνωριμία με την ψυχή μας, η αποδοχή της αλήθειας μας, μέσα από την οποία ξεπηδά και η ουσιαστική αγάπη για τον άλλον, όχι κεινη η αγάπη που γαντζώνεσαι από τους ώμους της ψυχής του προσπαθώντας να βρεις αποχετευτικό για τα συμπλέγματα, τις ανασφάλειες και τις κακίες που κουβαλάς, κάνοντας τον άλλο κτήμα σου, είναι ποτέ ο Θεός κτήμα κανενός?

Ήταν (είναι?) δύσκολος ο δρόμος της επιστροφής στην αθωότητα, μονό έτσι όμως μπόρεσα και μπορώ να νιώθω την ελευθερία, είναι σαγηνευτική η αθωότητα στην ωριμότητα, κάνεις δεν μπορεί πια να σε βιάσει ψυχικά, η ουσιαστική αθωότητα είναι η πιο αποτελεσματική άμυνα στην ιδιοτέλεια του απωθημένου.

Κάνοντας σε κάποιες στιγμές ανυποψίαστες κάποιες αναδρομές στο παρελθόν, μου'ρχονται σκηνές από την απόμακρη παιδική μου ζωή, που δεν μπόρεσα ακόμα να καταλάβω αν ήταν προμηνύματα της ουσιαστικής μου ζωής η αν ήταν απλά, τυχαία γεγονότα, χωρίς σημασία. Νομίζω ότι είναι περισσότερο η επιβεβαίωση μιας διαίσθησης που χαρακτήρισε την πορεία μου, και μιας βαθύτερης επιβεβαίωσης, η καλύτερα επισφράγισης, τούτου που ένιωθα από μωρό παιδί ότι είμαι, επιβεβαιώνοντας το, εικοσιεφτα χρόνια μετά, όταν πρώτα υποσυνείδητα, κι' ύστερα συνειδητά, άρχισα μια σειρά αυτών που εγώ ονομάζω επαναστάσεις στην ζωή μου.

Πριν θυμηθώ τα γεγονότα είναι χαρακτηριστικό να σημειώσω ότι από τον καιρό που θυμάμαι με γοήτευε το διαφορετικό, αυτό που ήταν έξω από νομιζόμενα, το επαναστατικό, με σαγήνευε, μου δημιουργούσε διψά για ζωή και άθλους.

Η μανά μου ήταν μια επαναστάτρια, τούτο το αντιλήφτηκα, στην εφηβεία μου όταν πηρέ χαρακτήρα η αγάπη μου γι'αυτην ξεφεύγοντας από την ενστικτώδη σύνδεση και τα οιδιπόδεια δίκτυα. Όταν παρατάς μια συντηρητική κοινωνία και οικογένεια, όταν αποποιείσαι την τυρρανια και τον ζυγό, τα βροντάς και φεύγεις σε μια εποχή που δεν τολμάς να πεις δυνατά ότι υπάρχω, είναι για μένα αυτό επανάσταση. Επαναστάτησε η μανά μου κι' έφυγε απ'την Ελλάδα του εξήντα, για να καταλήξει στην καινούργια κοινωνία της Κύπρου, με μια καινούργια ζωή. Κάθε επανάσταση δεν καταλήγει σίγουρα καλά, πόσα ιστορικά παραδείγματα μπορώ να θυμηθώ πάνω σε τούτο, σημαντικό είναι το τόλμημα, κι' ας είναι ο θάνατος αργός και οδυνηρός, τουλάχιστον αυτόν τον έχεις διαλέξει, δεν σε σκοτώνει ο άλλος με το έτσι θέλω, αλλά εσύ τον εαυτό σου με δική σου επιλογή, έστω κι' αν δεν ξέρεις ότι έχεις διαλέξει έναν άλλο θάνατο απ'αυτον που ζούσες μέχρι εκείνη την στιγμή.

Θυμάμαι στα τρία η τέσσερα μου χρόνια, τόσο θαμουνα, μια σκηνή που υποσυνείδητα δεν φθάρηκε ποτέ μες' το μυαλό μου, έγινε συνειδητή όταν πια επαναστάτησα συνειδητά τούτη την φορά στα εικοσιεφτα μου. Ήμουν στο κρεβάτι με τον πατερά μου, μου έπαιζε η μάλλον εγώ έπαιζα μαζί του, δεν είχε ποτέ την ελευθερία ο πατέρας μου να μας παίξει σαν παΐδια, είμαστε πάνω στο κρεβάτι, καλοκαίρι ήταν, με τα εσώρουχα, και προσπαθούσα να ανακαλύψω το κορμί που φαινόταν, ταυτόχρονα όμως προσπαθούσα να δω τι έκρυβε το εσώρουχο του, τι ήταν εκείνο που έπρεπε να κρυφτεί, και θυμάμαι ότι προσπαθούσε να αποφύγει τούτη την περιέργεια μου, μέχρι που μου φώναξε έντονα και κρύφτηκα στο καβούκι μου. Για χρόνια το είχα ξεχάσει τούτο το περιστατικό, μέχρι που έπρεπε να αναζητήσω κάπου κάποιες αρχές και κάποιες απαντήσεις.

Στην ζωή μου αντιμετώπισα πάντα δυο μεγάλα ερωτηματικά, δυο προβλήματα ίσως, που με κατάτρεχαν έντονα, και ίσως μέχρι σήμερα να με κυνηγούν, όχι όμως τόσο έντονα όσο πιο παλιά. Το ένα ήταν (είναι) ότι δεν ένιωσα ότι υπήρξα σαν νέος η σαν παιδί, και το άλλο ότι δεν υπήρξα σαν ένας όμορφος νέος, όμορφος σαν αυτούς που βλέπεις στα περιοδικά και στην τηλεόραση και σου ξυπνούν την ναρκισσιστική σου φύση, την νοσταλγία μια ανύπαρκτης ομορφιάς και γοητείας, η γοητεία είναι μια από τις αγαπημένες μου λέξεις, χαρακτηρίζουν όλη την ερευνά για την τέλεια ύπαρξη, την άψογη. Κατ' ακρίβεια, υπήρξα σαν νέος και σαν παιδί στις λανθασμένες όμως χρονικές στιγμές, όταν πια ενηλικιώθηκα και βάδιζα την τρίτη δεκαετία της ζωής μου, και υπήρξα, η μάλλον υπάρχω σαν ένας όμορφος νέος τώρα που περπατώ την αρχή της τέταρτης δεκαετίας μου. Είμαι τριάντα χρονών, και μόλις τώρα κατάφερα να κατακτήσω αυτό που οι κοινωνικές προδιαγραφές προστάζουν σαν ομορφιά με το γυμνασμένο κορμί, το ενδιαφέρον πρόσωπο που λέει πολλά χωρίς να μιλά, αν και εγώ μιλώ πολύ γιατί είναι η διέξοδος μου από την αμηχανία που νιώθω πολλές φόρες καθώς προσπαθώ να κατακτήσω τον άλλο, συγκεκριμένα καθώς προσπαθώ να κάνω τον άλλο να μην με απορρίψει, η απόρριψη είναι ένα στοιχειό που δεν έχω συμφιλιωθεί ακόμη, δεν ξέρω αν θα καταφέρω, είναι κάτι δύσκολοo, απάνθρωπο να απορρίπτεις τον άλλο, κι' όμως σε κάθε στιγμή κάτι απορρίπτουμε, κάτι διώχνουμε μακριά μας, είναι αναπόσπαστο στοιχειό της ζωής μας.

Δεν είμαι εντελώς προσαρμοσμένος στις τέλειες προδιαγραφές της σημερινής ομορφιάς, τις πλησιάζω, και είναι πιο εύκολο όταν ειδικά θέλεις να καταλήξεις στο κρεβάτι κάποιου για μια νύκτα, γιατί δεν σε θεώρει εντελώς απρόσιτο, συνάμα όμως δεν σταματά να σε θεώρει κατάκτηση, επίτευγμα η ακόμα και άθλο. Όποτε συνεπάγεται ότι ο άγνωστος της νύκτας την επόμενη το πρωί μάλλον δεν βλέπεται, και συ θέλεις να φύγεις τρέχοντας από το κρεβάτι εκείνο της παροδικής ηδονής πριν αρχίσεις να κτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, τους όμορφους της νύκτας είναι καλύτερα να μην τους βλέπεις με το φως της μέρας, είναι άλλη η αλήθεια τους. Εκεί ακριβώς συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι τελεία όμορφος γι' αυτό και σου την πέφτουν οι μέτριοι, και σε τούτο το σημείο ξαναζείς εντατικά μια κρίση ταυτότητας.
Αυτές ήταν οι απόψεις που είχα μέχρι πρόσφατα, γιατί ζούσα σε μια διάσταση ανασφάλειας και μετεωρισμού, όμως έχω αρχίσει να αλλάζω δραματικά, σε βαθμό που φοβάμαι ότι την αλλαγή δεν μπορώ να την ελέγξω.

Εικοσιτρία χρόνια πριν, έφυγα για την Ελλάδα σε μια απελπιστική φυγή από τον πόλεμο της Κύπρου. Η μάνα μου έπρεπε να με αφήσει πίσω της, και τον αδελφό μου κάπου αλλού για κάποιους μήνες μέχρι η κατάσταση στην Κύπρο να σταθεροποιηθεί. Επιστρέφοντας πίσω στο νησί, για χρόνια μου ερχόταν η σκηνή στο μυαλό μου που την αποχωριζόμουν. Ήξερα ότι το πλοίο που την έπαιρνε μακριά έφευγε κιόλας για κεινο το μακρινό του ταξίδι, και μόλις το συνειδητοποίησα, ήμουν οκτώ χρονών τότε, μ'επιασε κλάμα γοερό και ασταμάτητο, δεν ένιωθα ότι με πρόδιδε, ποτέ δεν τονιωσα αυτό για την μανά μου, ακόμα κι'οταν κατάλαβα ότι η αγάπη της ήταν σε κάποιες στιγμές καταπιεστική, πολλές φόρες ασφυκτική, δεν τονιωσα, ένιωθα ότι την έχανα γιατί έπρεπε, κι' από τότε μίσησα τα οποιαδήποτε πρέπει στην ζωή μου, τίποτε δεν πρέπει αν δεν σου αρμόζει, η ελευθερία είναι βασικό στοιχειό της καταξίωσης.

Ο πατέρας μου ζούσε με τους μύθους του, σ'εναν κόσμο που δεν υπήρχε παρά μονό στο μυαλό του γιατί έπρεπε να επιβιώσει, σαν τα παΐδια που ζήσαμε στους δικούς μας μύθους για να βλέπουμε τον κόσμο πιο όμορφο, το όμορφο είναι ιδανικό, μα η αλήθεια του κόσμου είναι το κάθε τώρα, και προσπάθησα από τον καιρό την εφηβείας μου να μην ζήσω άλλο πια με μύθους. Είναι επίσης δύσκολο ο δρόμος του ρεαλισμού, όμως είναι πιο συγκεκριμένος, πολλές φόρες και σήμερα ακόμα ζηλεύω εκείνους που ζουν με τους μύθους τους γιατί η ζωή τους είναι πιο ρόδινη, από ψυχικής άποψης τουλάχιστον, και κοινές τις φόρες που λυγίζω εύχομαι ναχα την δική μου μυθολογία. Αντ'αυτου ανάπτυξα μια δική μου φιλοσοφία πολύ ρεαλιστική, πολύ σκληρή, την χαρακτηρίζει ο κυνισμός και η εποικοδομητική είρωνα, και είναι δύσκολη τούτη η ιδεολογία να σε συνοδεύει στον αγώνα της επιβίωσης σου, όμως είναι συνάμα ενεργεία και ώθηση ζωής.

Σε τούτη την ιδεολογία βασικός λίθος ήταν η ύπαρξη της μάνας και του αδελφού μου. Σκληρός και κυνικός, καθόλου δειλός, σημάδεψε τον τρόπο σκέψης και αίσθησης μου, έγινε ο φάρος του προσανατολισμού μου και της πορείας μου, αν και πολλές φόρες δεν συμφωνεί με την δική μου Weltanschauung. Δεν συμφωνεί όμως γιατί βλέπει την ριψοκίνδυνη όψη της δικής του πλευράς, καθώς γνωρίζει συνειδητά τον κίνδυνο και δεν θέλει να φλερτάρει μαζί του, σ' αντίθεση με μένα που ίσως συνειδητά να μην έχω ακόμα καταλάβει τι είναι κίνδυνος και ερωτεύομαι πάντα την γοητευτική του όψη.

Η δυσκολία της συνειδητοποίησης άρχισε στην παιδική μου ηλικία, όσο παιδική κι' αν μπορούσε ποτέ να ήταν, καθώς οι άλλοι έβλεπαν σ' εμένα στοιχειά που εγώ δεν καταλάβαινα. Ότι ανακάλυψα το ανακάλυψα μόνος μου, γιατί κάνεις δεν μουλεγε και κανένα δεν ρώτησα ποτέ. Απαραίτητος δεν ήμουν ποτέ σε κανένα, σε καμία παρέα, μυστικά ήξερα πολλά, απόλυτη εμπιστοσύνη όμως σπάνιες φόρες, όχι ποτέ, αλλά σπάνιες, ήμουν από κεινους που μάλλον είχα στο πρόσωπο ζωγραφισμένο ένα μυστικό μιας ζωής που δεν την ήξερα, αλλά φόβιζε τους άλλους αυτό το άγνωστο, και έτσι δεν μιλούσα, για να μην μου μιλήσουν. Στα παιδικά παιγνίδια, στο σχολειό, ζούσα πολλές φόρες την κακία τους, όχι με ξύλο η με μπουνιές αλλά με τα λόγια τους, κι'οταν ήμουν μόνος πνιγόμουν στα δάκρυα, αναρωτιόμουν δυνατά το γιατί μεσ'τα αναφιλητά μου, και δεν είχα κανένα να μου πει το γιατί, φοβόμουν και να ρωτήσω, γιατί ήξερα ότι όλοι θα μουδιναν μια λύση που δεν θα μπορούσα να εφαρμόσω. Ζούσα στα όνειρα και στην μοναξιά μου, έβρισκα την ελευθερία μου στους μύθους μου. Στενοχωριόμουν τα περισσότερα χρόνια για την μοναξιά που ζούσα, νόμιζα ότι έφταιγα, αλλά δεν ήξερα πως να αλλάξω, δεν με καθοδήγησε κάνεις στην μεγάλη, μοναχική μου πορεία, ήμουν ο μοναχός εξερευνητής της ψυχής και του μυαλού μου. Όταν πάρα πολλά χρόνια μετά κατάθεσα την αλήθεια μου, όλοι άρχισαν να μου μιλούν, σάμπως έφυγε ο φόβος από πάνω τους, μα τότε αντιλήφτηκα ότι δεν τους ήθελα, δεν μου ήταν πια απαραίτητο, είχα γευτεί ήδη τον πρώτο Γολγοθά.

Εκείνο που ακόλουθη δεν είναι βιογραφία, δεν πιστεύω στους απολογισμούς, είναι απλά οι προβληματισμοί μου, δοσμένοι σαν μια μυθική πορεία, στην αναζήτηση μου για ταυτότητα, όχι λιμάνι, το μοναδικό λιμάνι που περιμένει τον καθένα μας είναι η στιγμή που το σώμα μας γίνεται ξανά ένα με την γη, και η ψυχή μας πάει μ'ολο το βάρος της ζωής μας στον προορισμό της.
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,